Επιμέλεια: Χρήστος Στρατάκης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς δημητριακών του κόσμου και κατέχει ένα σημαντικό κομμάτι στην εμπορία σιτηρών.
Οι αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική έχουν αφαιρέσει σταδιακά τις ειδικές επιδοτήσεις για τα σιτηρά, τους ελαιούχους σπόρους, τις πρωτεϊνούχες καλλιέργειες και το ρύζι. Η στήριξη της ΕΕ για τις αροτραίες καλλιέργειες έχει απλοποιηθεί ενώ οι αγρότες δεν λαμβάνουν επιδοτήσεις ανάλογα με το τι ή πόσο παράγουν. Οι πληρωμές είναι πλήρως αποσυνδεδεμένες.
Αυτό το σύστημα άμεσης πληρωμής επιτρέπει στους αγρότες να στραφούν σε διαφορετικές καλλιέργειες ή τύπους παραγωγής, ανταποκρινόμενοι στις εξελίξεις της αγοράς.
Από το 2008 τα διαφορετικά καθεστώτα για τις αροτραίες καλλιέργειες, έχουν ενσωματωθεί στην Ενιαία Κοινή Οργάνωση Αγοράς (ΚΟΑ) και η πολιτική της ΕΕ περιορίζεται σε δύο βασικούς τομείς: την παρέμβαση και τα εμπορικά μέτρα.
Παρέμβαση
Η αγορά στον τομέα των σιτηρών και του ρυζιού για δημόσια αποθεματοποίηση – γνωστή και ως “παρέμβαση” – εισήχθη για την προστασία των αγροτών από τις χαμηλές τιμές της αγοράς. Σήμερα, χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις πραγματικής ανάγκης, παρέχοντας ένα μοναδικό δίχτυ ασφαλείας για τους αγρότες.
Εμπόριο
Περίπου το 15% των καλλιεργειών σιταριού της ΕΕ εξάγεται ετησίως, ενώ εισάγονται μεγάλες ποσότητες ελαιούχων σπόρων, ζωοτροφών και ρυζιού.
Η είσοδος των σιτηρών και του ρυζιού στην ΕΕ ελέγχεται από ένα καθεστώς εισαγωγών. Οι εισαγωγές υπόκεινται στην έκδοση μιας τυποποιημένης άδειας εισαγωγής και, σε γενικές γραμμές, την πληρωμή ενός δασμού.
Για ορισμένα σιτηρά οι δασμοί είναι μεταβαλλόμενοι, για άλλα είναι σταθεροί. Επίσης, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της ΕΕ στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), ένας αριθμός εισαγόμενων ποσοστώσεων έχει πιο χαμηλό ή μηδενικό δασμό.
Οι εξαγωγές των σιτηρών και του ρυζιού σε χώρες εκτός της ΕΕ, ως επί το πλείστον εξαρτάται από την έκδοση ενός πιστοποιητικού εξαγωγής. Οι εξαγωγές αυτές δεν έχουν επιδοτηθεί από το 2006.
Όσον αφορά την ποσότητα και την έκταση, το σιτάρι είναι μακράν το πιο δημοφιλές δημητριακό που καλλιεργείται στην ΕΕ, σχεδόν στο ήμισυ του συνόλου. Από το υπόλοιπο 50%, περίπου το ένα τρίτο είναι ο αραβόσιτος και το ένα τρίτο κριθάρι. Άλλα δημητριακά που καλλιεργούνται σε μικρότερες ποσότητες περιλαμβάνουν τριτικάλε, σίκαλη, βρώμη και όλυρα (αγριοσίταρο, Triticum spelta).
Σχεδόν τα 2/3 των δημητριακών της ΕΕ χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές, και περίπου το 1/3 για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Μόνο το 3% χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοκαυσίμων.
Ελαιούχα και πρωτεϊνούχα φυτά
Η ΕΕ δεν έχει πλέον ειδικά μέτρα στήριξης για τους ελαιούχους σπόρους. Περίπου τα δύο τρίτα των ελαιούχων σπόρων που καταναλώνονται στην ΕΕ κάθε χρόνο, παράγονται στην ΕΕ, αλλά εισάγεται το ήμισυ περίπου των ελαιούχων σπόρων που χρησιμοποιούνται ετησίως ως ζωοτροφές. Οι εισαγωγικοί δασμοί για τους ελαιούχους σπόρους είναι μηδένικοί.
Από το 2012, η ΕΕ δεν έχει πλέον ειδικά μέτρα στήριξης για τις πρωτεϊνούχες καλλιέργειες. Οι εισαγωγικοί δασμοί για τις βασικές πρωτεϊνούχες καλλιέργειες είναι μηδένικοί.
Ρύζι
Περίπου τα 2/3 του ρυζιού που καταναλώνεται από τους ευρωπαίους πολίτες καλλιεργείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η ποσότητα συμπληρώνεται από εισαγωγές διαφορετικών ποικιλιών, κυρίως μακρύκοκκου ρύζιού, όπως μπασμάτι από την Ινδία και το Πακιστάν. Μια μικρή ποσότητα ευρωπαϊκού ρυζιού – κυρίως japonica – εξάγεται.
Οι ειδικές ενισχύσεις για το ρύζι έχουν καταργηθεί από το 2012.