γεωργια

Ακτινογραφώντας την ελληνική γεωργία

του Χρήστου Αυγουλά, Ομότιμος Καθηγητής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η χώρα μας είναι μια μικρή γεωγραφικά χώρα και επομένως μικρός είναι και από πλευράς όγκου ο γεωργικός της τομέας. Ακόμα και φυτικά είδη που καλλιεργούνται σε μεγάλες εκτάσεις για τα ελληνικά δεδομένα (π.χ. σκληρό σιτάρι) έχουν ένα πολύ μικρό συνολικό όγκο παραγωγής συγκρινόμενα με ομοειδή προϊόντα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών. Εν τούτοις, η ελληνική γεωργία διακρινόταν πάντοτε για τον πλούτο των παραγομένων ειδών και για την εκλεκτή ποιότητά τους, ως αποτέλεσμα των ιδανικών κλιματικών συνθηκών του ελλαδικού χώρου αλλά και των εκατοντάδων μικροκλιμάτων της ελληνικής επικράτειας.

Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι αυτός ο μικρός γεωργικός τομέας υπήρξε πάντοτε πολύ σημαντικός για τη χώρα μας τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική άποψη. Η σημαντικότητα του τομέα αύξανε απίστευτα σε περιόδους κρίσεως και σε περιόδους ύφεσης, προσφέροντας διέξοδο ή λύση στα προβλήματα εκατοντάδων νοικοκυριών.

Σήμερα, που στη χώρα μας σοβεί η πιο σοβαρή οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, οικονομική κρίση που έχει μεταβληθεί σε ανθρωπιστική, ο γεωργικός τομέας προβάλλει ως ένας αναπτυξιακός τομέας άμεσης απόδοσης, που είναι σε θέση να συμβάλλει αποφασιστικά στην απάλυνση των οικονομικών προβλημάτων ενός τμήματος των συμπολιτών μας που θα αποφασίσουν να ασχοληθούν σοβαρά με αυτά.

Για να γίνει αυτό θα πρέπει να είναι γνωστά σε όλους τα βασικά στοιχεία και τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού γεωργικού τομέα. Ας τα προσεγγίσουμε λοιπόν.

  • Το ποσοστό συμμετοχής του παραγόμενου εγχώριου προϊόντος (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία) από τον αγροτικό τομέα στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της ελληνικής οικονομίας διαμορφώνεται στο 3%, πολύ χαμηλό σε σχέση με παλαιότερα, αρκετά υψηλότερο όμως ακόμα από το αντίστοιχο ποσοστό της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 Κρατών-Μελών, που με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, ανέρχεται σε 1,7%.
  • Οι επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής ανήλθαν στα 2,9 δισ. ευρώ το 2012 (52% της καθαρής προστιθέμενης αξίας*) ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν ελαφρώς μικρότερα ποσοστιαία το 2011 (48%) και ακόμα μικρότερα (44,8%) το 2010.
  • Τα τελευταία χρόνια, τόσο η φυτική όσο και η ζωική παραγωγή, έχουν μείνει στάσιμες από πλευράς όγκου παραγωγής, με τάσεις συρρίκνωσης, ιδίως το κομμάτι της ζωικής παραγωγής, ενώ το κόστος παραγωγής έχει σημειώσει σημαντική αύξηση.
  • Στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων της χώρας μας με όλο τον κόσμο, το έλλειμμα αφού εκτινάχθηκε σε ύψος-ρεκόρ το 2007 καταγράφει σημαντική συρρίκνωση από το 2009 και μετά. (εισαγωγές: κρέας, παρασκευάσματα κρέατος και γαλακτοκομικά προϊόντα. εξαγωγές: φρούτα και λαχανικά, ψάρια και παρασκευάσματα ψαριών).

Στην Ελλάδα καλλιεργούνται συνολικά 35 εκατομμύρια στρέμματα, με Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας (ΦΜΚ) (45%), δενδρώδεις καλλιέργειες (30%), κηπευτικά (18%), αμπέλι (6%), ανθοκομικά φυτά (1%). Από αυτά, τα 12-13 εκατ. στρέμματα είναι αρδευόμενα, τα υπόλοιπα ξηρικά.

Το 70% του Ακαθάριστου Γεωργικού Προϊόντος προέρχεται από τη Φυτική Παραγωγή και το 30% από τη ζωική παραγωγή. Μικρή συμμετοχή στο Ακαθάριστο Γεωργικό Προϊόν έχει η αλιεία και η εμπορική εκμετάλλευση των δασών. Σημαντικός παραμένει ο κλάδος των υδατοκαλλιεργειών, με σαφή εξαγωγικό προσανατολισμό και σημαντικά μεγέθη.

Σιτάρι

Η φυτική παραγωγή της Ελλάδας

Σπουδαιότερα Φ.Μ.Κ. στη χώρα μας είναι από τα σιτηρά το σιτάρι (σκληρό και μαλακό), το κριθάρι, ο αραβόσιτος και το ρύζι (λιγότερο η βρώμη και η σίκαλη), από τα ψυχανθή η μηδική, ο βίκος, τα φασόλια και πολύ λιγότερο η φακή, τα ρεβύθια και τα καρποδοτικά ψυχανθή, είτε βρώσιμα είτε για κτηνοτροφική χρήση. Από φυτά άλλων οικογενειών και κυρίως στην κατηγορία των βιομηχανικών φυτών  σπουδαιότερο είναι το βαμβάκι και ο ηλίανθος.

Ξεθώριασε και μίκρυνε η σημασία του καπνού, των ζαχαροτεύτλων και της βιομηχανικής τομάτας, ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής που ξεκίνησε το 2003 και ολοκληρώθηκε το 2008. Παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα η σημασία των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών και μηδενική η σημασία των κλωστικών (πλην βαμβακιού) των ελαιούχων (πλην ηλιάνθου) και των ενεργειακών ή φυτών βιομάζας.

Στις δενδρώδεις καλλιέργειες κυριαρχούν η ελιά, τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, μανταρίνια, λεμόνια), τα πυρηνόκαρπα (ροδακινιά, βερικοκιά και λιγότερο κερασιά, δαμασκηνιά) τα μηλοειδή (μηλιά, αχλαδιά κυρίως) και τα ακρόδρυα (φιστικιά, αμυγδαλιά, και λιγότερο καρυδιά, καστανιά, φουντουκιά). Από τις άλλες οικογένειες σημαντικές είναι η συκιά και η ακτινιδιά.

Σημαντική παραμένει, παρά τις απώλειες που έχει υποστεί, η καλλιέργεια της αμπέλου, με εκλεκτές ποικιλίες επιτραπέζιων σταφυλιών, σταφυλιών οινοποιίας και ποικιλιών παραγωγής σταφίδας (Κορινθιακή και σουλτανίνα).

Στις κηπευτικές καλλιέργειες επικρατούν η πατάτα, η τομάτα, το αγγούρι, η πιπεριά, η μελιτζάνα, το κολοκύθι, το μαρούλι, το φασολάκι, ο αρακάς, η αγκινάρα, το λάχανο, το κουνουπίδι, η μπάμια, το καρότο, το σέλινο, το κρεμμύδι, το σκόρδο, το πράσο, το πεπόνι, το καρπούζι κ.ά., ενώ ο κλάδος της ανθοκομίας παραμένει μικρός και προβληματικός.

Η ζωική παραγωγή-Πρωταθλητής η αιγοπροβατοτροφία

προβατα

Στη ζωική παραγωγή, ο πιο δυναμικός κλάδος είναι αυτός της αιγοπροβατοτροφίας (εκτρέφονται περίπου 12,5 εκατομμύρια αιγοπρόβατα), που συμβάλλει κατά 18% στο συνολικό αγροτικό εισόδημα, με πολύ υψηλό βαθμό αυτάρκειας (κοντά στο 90%) και σε κρέας και σε γάλα. Ακολουθεί ο τομέας της πτηνοτροφίας με βαθμούς αυτάρκειας 75% και 95% σε κρέας και αυγά, αντίστοιχα. Εκεί που τα δεδομένα χλωμιάζουν είναι ο τομέας της βοοτροφίας – αγελαδοτροφίας και ο τομέας της χοιροτροφίας.

Στον τομέα του βοείου κρέατος ο βαθμός αυτάρκειας είναι μόνο 33%, ενώ στον τομέα του αγελαδινού γάλακτος μετά βίας παράγονται 700.000 τόνοι ετησίως, με αποτέλεσμα η παραγωγή να υπολείπεται σημαντικά της ποσόστωσης που μας έχει παραχωρηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (820.000 τόνοι).

Στο χοίρειο κρέας, έχει πληγεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα του κλάδου και ο βαθμός αυτάρκειας έχει υποχωρήσει σήμερα επικίνδυνα, αρκετά κάτω από 30%.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει για τη χώρα μας ο κλάδος της μελισσοκομίας, ένας κλάδος με σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης και εξαιρετική ποιότητα προϊόντος (παράγονται κάθε χρόνο περίπου 15.000 τόνοι μελιού).

Μελισσα

Άφησα τελευταίο τον κλάδο των υδατοκαλλιεργειών, με ετήσια παραγωγή που υπερβαίνει τους 150.000 τόνους εκλεκτών προϊόντων και τάσεις αυξητικές. Στην Ελλάδα, δραστηριοποιούνται σήμερα 330 μονάδες ιχθυο- ή υδατο- καλλιέργειας, 600 μονάδες οστράκων και 3 μονάδες παραγωγής χελιών. Αξιοποιούνται επίσης τα προϊόντα 72 λιμνοθαλασσών. Ο κλάδος απασχολεί, άμεσα ή έμμεσα, πάνω από 20.000 εργαζόμενους και δίνει ζωή σε απομονωμένες και ακριτικές περιοχές. Το 80% της ετήσιας παραγωγής των προϊόντων των υδατοκαλλιεργειών (κυρίως τσιπούρα, λαβράκι και τελευταία φαγκρί κ.ά.) εξάγεται, με την αξία των εξαγωγών να υπερβαίνει τα 500 εκατ. ευρώ και να σημαδεύει ήδη τα 600 εκατ. ευρώ.

*Καθαρή προστιθέμενη αξία = Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του Αγροτικού Τομέα – ανάλωση παγίου κεφαλαίου – φόροι στην παραγωγή + επιδοτήσεις στην παραγωγή