του Χρήστου Αυγουλά, Καθηγητής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η εντατική καλλιέργεια των αγρών που χαρακτηρίζει κυρίως τη σύγχρονη επιχειρηματική γεωργία, ακόμα και σε μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις απομακρύνει σημαντικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος σε κάθε καλλιεργητική περίοδο, που δεν αναπληρώνονται από τις αντίστοιχες εδαφικές παρακαταθήκες ή από την αποσύνθεση φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων. Γι’ αυτό και η λίπανση αποτελεί μια καθιερωμένη ανέκαθεν καλλιεργητική τεχνική.
Θεωρητικά, το έδαφος είναι αυτοδύναμο και μπορεί να παράγει διαχρονικά και εσαεί χωρίς την παραμικρή προσθήκη, όμως δεν υπάρχει έτσι η δυνατότητα απόληψης υψηλών αποδόσεων κάθε χρόνο.
Ποια φυτά εξαντλούν το έδαφος και ποια το εμπλουτίζουν
Στη φυτική παραγωγή, σε σχέση με τις ανάγκες λίπανσης, υπάρχουν είδη εξαντλητικά του εδάφους και είδη εμπλουτιστικά. Τα πρώτα είναι φυτά που για να ολοκληρώσουν με επιτυχία το βιολογικό τους κύκλο απορροφούν από το έδαφος μεγάλες ποσότητες θρεπτικών συστατικών (αραβόσιτος, βαμβάκι, βιομηχανική τομάτα, πολλές δενδρώδεις καλλιέργειες και πολλά κηπευτικά) ενώ στα δεύτερα ανήκουν τα ψυχανθή (μηδική, τριφύλλια, όσπρια κ.ά.) που είναι φυτά αζωτολόγα και με την καλλιέργειά τους συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στην οικονομία αζώτου στη φύση.
Κατά την εφαρμογή της λίπανσης, ανάλογα με την προέλευση του λιπάσματος, διακρίνουμε λίπανση ανόργανη και λίπανση οργανική.
Με την ανόργανη λίπανση επιδιώκεται η αναπλήρωση των αποθεμάτων του εδάφους και η κάλυψη των αναγκών των καλλιεργουμένων φυτών στα βασικά ή κύρια λιπαντικά στοιχεία, που είναι το άζωτο, ο φωσφόρος και το κάλιο (συν το ασβέστιο) αλλά και στα ιχνοστοιχεία, όπως ο σίδηρος, το βόριο, το μαγγάνιο, το μαγνήσιο κ.ά.
Από τα τρία κύρια λιπαντικά στοιχεία το άζωτο είναι εκείνο που κυρίως συμβάλλει στην ανάπτυξη του φυτού, ενώ ο φωσφόρος και το κάλιο, εκτός από τη συμβολή τους στην ανάπτυξη, συμβάλλουν στην πρωίμηση της παραγωγής, στην αύξηση της αντίστασης των φυτών σε παθογόνα, στην καλύτερη εκμετάλλευση του νερού κ.ο.κ.
Αζωτούχα, φωσφορικά και καλιούχα λιπάσματα
Τα αζωτούχα λιπάσματα διακρίνονται σε αμμωνιακά, νιτρικά, αμίδια και βραδείας δράσης.
Τα αμμωνιακά περιέχουν άζωτο με μορφή αμμωνίου. Έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν εκπλύνονται εύκολα και κυκλοφορούν σε στερεά (θειικό αμμώνιο και θειοθειικό αμμώνιο) και υγρή (άνυδρη αμμωνία και υγρή αμμωνία) μορφή.
Τα νιτρικά λιπάσματα (νιτρικό νάτριο και νιτρικό ασβέστιο) είναι πολύ διαλυτά και το άζωτο άμεσα αφομοιώσιμο από το φυτό.
Στα αμίδια περιλαμβάνονται η ουρία και η ασβεστοκυαναμίδη.
Τα λιπάσματα βραδείας δράσης έχουν αρχικά μικρή διαλυτότητα, επειδή το άζωτο είναι δεσμευμένο σε δύσκολα διασπώμενες οργανικές συνθετικές ενώσεις.
Η εφαρμογή στο έδαφος φωσφορικών λιπασμάτων χαρακτηρίζεται βραχυχρόνια από μικρή αποτελεσματικότητα, λόγω δέσμευσης του διαλυτού φωσφόρου από τα κολλοειδή του εδάφους. κατά την προσθήκη του φωσφορικού λιπάσματος στο έδαφος, υπολογίζεται ότι μικρά ποσοστά φωσφόρου, της τάξεως του 5-15%, είναι άμεσα αφομοιώσιμα από την καλλιέργεια, γι’ αυτό και δεν απαιτείται λίπανση με φωσφόρο κάθε χρόνο.
Τα κυριότερα φωσφορικά λιπάσματα είναι τα υπερφωσφορικά (απλό υπερφωσφορικό και τριπλό υπερφωσφορικό) που αποτελούνται από ορθοφωσφορικό ασβέστιο.
Όπως και στα φωσφορικά, ένα ποσοστό του καλίου των καλιούχων λιπασμάτων προσροφάται στα εδαφικά κολλοειδή και καθίσταται προσωρινά μη διαθέσιμο στα φυτά. Όλα τα καλιούχα λιπάσματα χαρακτηρίζονται από υψηλή υδατοδιαλυτότητα και δεν επηρεάζουν τη χημική αντίδραση του εδάφους. Τα κυριότερα καλιούχα λιπάσματα είναι το χλωριούχο κάλι και το θειικό κάλι.
Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών εδαφών είναι επαρκώς εφοδιασμένο με κάλι.
Τέλος, προσθήκη ασβεστίου είναι απαραίτητη μόνο σε όξινα εδάφη (ασβέστωση) καθώς και σε νατριωμένα για αντικατάσταση του νατρίου από το ασβέστιο. Η πιο κοινή πηγή ασβεστίου είναι ο γύψος και στα όξινα εδάφη μπορεί να χρησιμοποιείται ανθρακικό ασβέστιο ή ασβέστης.
Τρόποι εφαρμογής ανόργανης λίπανσης
Η εφαρμογή των ανόργανων λιπασμάτων στο έδαφος γίνεται με τη στερεή τους μορφή είτε σε διάλυση μέσω του νερού άρδευσης ή στο υπέργειο τμήμα των φυτών με ψεκασμό.
Ο πρώτος τρόπος (εφαρμογή στο έδαφος σε στερεά μορφή) γίνεται χύδην ή εντοπισμένα. Κατά την εφαρμογή χύδην το λίπασμα σκορπίζεται σε όλη την επιφάνεια του αγρού με λιπασματοδιανομείς. Κατά την εντοπισμένη εφαρμογή το λίπασμα τοποθετείται σε λωρίδες παράλληλα προς τις γραμμές σποράς σε ποικίλο βάθος.
Η εφαρμογή του λιπάσματος στο έδαφος με μορφή διαλύματος (υδρολίπανση) γίνεται μόνο σε αρδευόμενες καλλιέργειες, με το νερό άρδευσης να χρησιμοποιείται ως διαλύτης.
Η χορήγηση των λιπαντικών στοιχείων με διαφυλλικό ψεκασμό έχει το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα ότι αποφεύγεται η παρεμβολή του εδάφους και επομένως οι κίνδυνοι δέσμευσης και έκπλυσης των θρεπτικών συστατικών. Τα λιπαντικά στοιχεία χορηγούνται με μορφή διαλύματος που απορροφάται μέσω των στοματίων και των επιδερμικών κυττάρων του φυλλώματος και έτσι είναι άμεσα διαθέσιμα στα φυτά. Μειονέκτημα της μεθόδου, το υψηλό κόστος γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά.
Τα περισσότερα από τα καλλιεργούμενα φυτικά είδη όλων των κατηγοριών (φυτά μεγάλης καλλιέργειας, δενδρώδεις καλλιέργειες, κηπευτικά, ανθοκομικά κ.ά.) εμφανίζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες τους σε άζωτο μικρότερες σε φωσφόρο και ακόμα μικρότερες σε κάλιο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που το φυτό έχει μεγαλύτερες ανάγκες σε κάλιο και μικρότερες σε άζωτο και φωσφόρο, όπως π.χ. ο καπνός, η βιομηχανική τομάτα, τα ζαχαρότευτλα κ.ά.