του Νίκου Αντώνογλου, Γ.Γ. του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων
Οι αναπτυξιακές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας απαιτούν ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα στηριχθεί στην έξυπνη εξειδίκευση, στις υγιείς επενδύσεις και στην εξωστρέφεια. Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να ξεπεράσει τις υφιστάμενες στρεβλώσεις, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα και τις μέτριες επιδόσεις στην έρευνα και καινοτομία.
Η κρίση ανέδειξε ότι για την επανεκκίνηση της οικονομίας και επαναφορά της ανάπτυξης ιδιαιτέρα σημαντικός είναι ο ρόλος των επιχειρήσεων που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές.
Περιεχόμενα να κλείσει
Μέσα σε ένα τέτοιο παραγωγικό μοντέλο που στοχεύει στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία και διαμορφώνει το κατάλληλο «οικοσύστημα» παραγωγής και επιχειρηματικότητας, ως ΥπΑΑΤ στοχεύουμε στην υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας και την αναζωογόνηση της Υπαίθρου.
Επιχειρηματίες, επενδυτές και έλληνες παραγωγοί συνειδητοποιούν ότι ο σφυγμός της ανάκαμψης, όπως χαρακτηριστικά τόνισε και ο Υπουργός κ. Ε. Αποστόλου στο συνέδριο της Αγροτικής Επιχειρηματικότητας του Economist, χτυπάει στον πρωτογενή τομέα.
Μέρος της ευρύτερης στρατηγικής αποτελεί και το σχέδιο στρατηγικής για την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας σε θέματα διαρθρωτικού χαρακτήρα, στο εμπόριο, στη μεταποίηση και ειδικότερα στις εξαγωγές και στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων.
Θα ήθελα να εστιάσουμε στη σπουδαιότητά του τομέα της Αγροδιατροφής – Βιομηχανίας τροφίμων, που αναγνωρίσθηκε και καταγράφτηκε ως ένας από τους στρατηγικούς τομείς, στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, Ελλάδα 2021.
Η σπουδαιότητα του τομέα για την ελληνική οικονομία γενικότερα και για την ελληνική μεταποιητική δραστηριότητα ειδικότερά είναι πιστεύω καθολικά αποδεκτή. Ας ρίξουμε όμως και μια ματιά στα στοιχεία:
- Ο αριθμός των μεταποιητικών επιχειρήσεων τροφίμων στην Ελλάδα αποτελεί το 26,1% των μεταποιητικών επιχειρήσεων, ενώ το αντίστοιχό ποσοστό στην ΕΕ είναι 12,7%.
- Ο αριθμός των εργαζομένων στη μεταποίηση τροφίμων στην Ελλάδα αποτελεί το 27,4% του συνόλου της μεταποίησης, ενώ στην ΕΕ το 13,7%.
- Ο κύκλος εργασιών της μεταποίησης τροφίμων στη χώρα μας είναι 21,3 % του συνόλου της μεταποίησης, ενώ στη ΕΕ το 13,5%.
- Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της βιομηχανίας μεταποίησης τροφίμων στην Ελλάδα ανέρχεται στο 25,4% της συνολικής μεταποιητικής δραστηριότητάς ενώ για την ΕΕ στο 10,7%.
(Πηγή: Eurostat (2014), Επεξεργασία ΙΟΒΕ)
Τα στοιχεία λοιπόν φαίνεται να επιβεβαιώνουν τη γενική αντίληψη, της εξαιρετικής σπουδαιότητας του αγροδιατροφικού τομέα μεταποίησης για τη χώρα μας, σε αριθμό επιχειρήσεων, στη συμβολή στην απασχόληση, στην παραγωγή και στην προστιθέμενη αξία.
Η σπουδαιότητά της βιομηχανίας τροφίμων για τη μεταποιητική δραστηριότητα της Ελλάδας βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη σπουδαιότητα της πρωτογενούς παραγωγής για το σύνολό της ελληνικής οικονομίας.
Για την χώρα μας η αξία της αγροτικής παραγωγής είναι σημαντικότερη ως προς το σύνολο της οικονομίας σε σχέση με το Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το 2015 ο αγροτικός τομέας της Ελλάδας συμμετείχε κατά 4,1% στο ΑΕΠ ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ ήταν 1,5%. Αξίζει να επισημάνουμε ότι το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα από το 2009 και μετά αυξάνεται, γεγονός που δείχνει την σπουδαιότητα του αγροτικού τομέα για την ελληνική οικονομία ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Σε μία οικονομία που σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα χάνει σημαντικό μέρος της αξίας της, η αγροτική οικονομία αποτελεί βασικό στήριγμα και εφαλτήριο ανάπτυξης.
Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της αγροτικής παραγωγής παρουσιάζει σημαντικά ανοδική τάση μετά το 2011 φτάνοντας περίπου στα 6,4 δις. € το 2016 (+ 4,50% ως προς το 2011).
Σε ότι αφορά την εξωστρέφεια του αγροδιατροφικού μας τομέα παρατηρείται ότι τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων αυξάνονται ραγδαία. Αυτό σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση των εισαγωγών έχει συμβάλει ουσιαστικά στον περιορισμό του εμπορικού ελλείμματος του τομέα.
Την περίοδο 2010 – 2016 οι εξαγωγές του αγροδιατροφικού τομέα αυξήθηκαν κατά 33%. Από 4,6 δις € το 2010 σε 6,1 δις € το 2016,
Κατά την ίδια περίοδο οι εισαγωγές κινήθηκαν σταθερά γύρω στα 6,5 δις €. Το εμπορικό έλλειμμα στα αγροδιατροφικά προϊόντα μειώθηκε κατά την περίοδο αυτή πάνω από 70%. Από 1,9 δις € σε 0,5 δις €.
Κάποιος μπορεί να πει πως αυτή η κατάσταση είναι απόρροια της ύφεσης στη χώρα, όπου λόγω του περιορισμού της εγχώριας ζήτησης, απ’ τη μια συγκρατούνται οι εισαγωγές, απ’ την άλλη οι παραγωγοί αναζητούν νέες αγορές για τα προϊόντα τους.
Πράγματι η κατάσταση αυτή μπορεί να δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως οι εξαγωγές μας φαίνεται να αντέχουν σε απαιτητικές αγορές του εξωτερικού, ανοίγονται αγορές που δεν είναι ευκαιριακές αλλά μόνιμες και φαίνεται να αναγνωρίζεται η ποιότητα των ελληνικών προϊόντων.
Στόχος μας είναι η καλή πορεία των εξαγωγών να συνεχιστεί και σε μικρό χρονικό διάστημα το εμπορικό μας ισοζύγιο στα αγροδιατροφικό τομέα να αποκτήσει θετικό πρόσημο μετά από δεκαετίες που ήταν ελλειμματικό.
Τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα μας είναι τα φρούτα και λαχανικά, αξίας 1,7 δις €, τα ψάρια, αξίας 650 εκ. €, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, αξίας 600 εκ. € και το ελαιόλαδο αξίας 550 εκ. €.
Το μερίδιο των αγροτικών προϊόντων στο σύνολό των εξαγωγών της χώρας κυμαίνεται περί το 20% με αυξητικές τάσεις την τελευταία 2ετία.
Από τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα, το σημαντικότερο μέρος αποτελούν το κρέας και τα παρασκευάσματά του, αξίας 1,1 δις €.
Στα προϊόντα αυτά οφείλεται κυρίως το εμπορικό έλλειμμα της χώρας στα αγροτικά προϊόντα. Το εμπορικό έλλειμμα στο κρέας ξεπερνά το 1 δις € και αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, η σημαντική δηλαδή υστέρηση της ζωικής μας παραγωγής.
Εισάγουμε επίσης σημαντικές ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων, αξίας 750 εκ. €, και φρούτων και λαχανικών αξίας 750 εκ. €.
Σε ότι αφορά την κατεύθυνση των εξαγωγών μας και την προέλευση των εισαγωγών μας, διαχρονικά παρατηρείται σημαντική εξάρτηση των εμπορικών μας συναλλαγών από την Ε.Ε. σε βάρος του εμπορίου με τις Τρίτες Χώρες. Το 76% των εισαγωγών και το 72% των εξαγωγών γίνονται από και προς χώρες της ΕΕ.
Σημαντικό επίσης θέμα με τις εξαγωγές του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα είναι ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών φεύγουν ως πρωτογενή αγροτικά προϊόντα, τα οποία είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας σε σχέση με τα μεταποιημένα και συνεπώς δεν συμβάλουν τα μέγιστα προς όφελός παραγωγών, μεταποιητών, εργαζομένων και της εθνικής οικονομίας. Βάσει στοιχείων της Eurostat που επεξεργάστηκε το ΙΟΒΕ, τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των μεταποιημένων αγροδιατροφικών προϊόντων στο σύνολο των εξαγωγών του τομέα κυμαίνεται στο 55-60% την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στα εισαγόμενα προϊόντα είναι γύρω στο 80%.
Χρειαζόμαστε λοιπόν μεγαλύτερη ένταση στην εξαγωγή μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων, ώστε να παραμένει στη χώρα μας το μεγαλύτερο μέρος της αξίας που ενσωματώνεται στη πρωτογενή μας παραγωγή.
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζονται οι ισχυρές και μακροχρόνιες συνεργασίες των εξωστρεφών βιομηχανιών τροφίμων με τους αγρότες-παραγωγούς, οι οποίοι θα διαθέτουν την παραγωγή τους στη βιομηχανία προς μεταποίηση. Έτσι διασφαλίζεται η προμήθεια της βιομηχανίας τροφίμων με υψηλής ποιότητας ελληνικής πρώτης ύλης, η διασφάλιση ικανοποιητικών εισοδημάτων για τους Έλληνες παραγωγούς και η απορρόφηση του προϊόντος τους και τα μέγιστα δυνατά οφέλη για την εθνική οικονομία.
Πώς συμβάλλει όμως το Υπουργείο μας στην κατεύθυνση βελτίωσης της εξωστρέφειας του αγροδιατροφικού τομέα και της αντιμετώπισης των προβλημάτων;
Στο ΥπΑΑΤ έχουμε προχωρήσει σε μια σειρά δράσεων σε συνεργασία με άλλα συναρμόδια Υπουργεία και φορείς για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα.
Επισημαίνω:
- Τη συνεργασία με το Υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης και το Υπ. Εξωτερικών, μέσω της Διυπουργικής Επιτροπής Εξωστρέφειας, στο Εθνικό σχέδιο δράσης για την διευκόλυνση του εξωτερικού εμπορίου και την προώθηση των εξαγωγών.
- Τη σύσταση του φόρουμ Αγροδιατροφής – Βιομηχανίας – Τουρισμού, ενός συμβουλευτικού οργάνου που δίνει κατευθύνσεις για χάραξη πολιτικής με σκοπό τη στρατηγική σύνδεση του πρωτογενή τομέα με τη μεταποίηση και τον τουρισμό, ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση εγχώριων προϊόντων από τον τουρισμό και να βελτιωθεί η διεισδυτικότητά τους στις χώρες προελεύσεις των τουριστών.
- Τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας με την απλούστευση των αδειοδοτήσεων για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ο τομέας της μεταποίησης τροφίμων ως στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας είναι από τους πρώτους που εντάχθηκαν στο νέο θεσμικό πλαίσιο για άσκηση οικονομικής δραστηριότητας με την έκδοση του ν.4442/2016.
- Την απλούστευση και βελτίωση των προ-τελωνειακών και των τελωνειακών διαδικασιών για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα καθώς και την υλοποίηση ενός ενιαίου και ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος, υπηρεσία μίας στάσης για τη διευκόλυνση του εμπορίου και ειδικότερα των εξαγωγών, την Ενιαία θυρίδα, δηλαδή τη διυπουργική διασύνδεση των σχετικών πληροφοριακών συστημάτων.
Μέσω του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης και του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας & Θάλασσας ενισχύονται με χρηματοδότηση από 40% ως και 100% για συλλογικές δράσεις, επενδύσεις ίδρυσης και εκσυγχρονισμού μονάδων μεταποίησης. Το αμέσως προσεχές διάστημα θα δημοσιευθούν οι πρώτες προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος των μέτρων της μεταποίησης και για τα δύο προγράμματα ΠΑΑ και ΕΠΑΛΘ προϋπολογισμού 170 εκ. € και 50 εκ. € αντίστοιχα.
Επίσης με κοινές αποφάσεις των συναρμόδιων υπουργών Οικονομίας και Αγροτικής Ανάπτυξης, προσδιορίστηκαν οι αγροτικές επενδύσεις που ενισχύονται από τον Αναπτυξιακό Νόμο, στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων.
Το ΥπΑΑΤ υλοποιεί επίσης προγράμματα προώθησης τόσο στην εσωτερική αγορά της ΕΕ όσο σε αγορές τρίτων χωρών βάσει Ευρωπαϊκών κανονισμών. Η ΕΕ μέσω των προγραμμάτων αυτών χρηματοδοτεί με 75%- 85% τις δράσεις προώθησης των φορέων που εντάσσονται. Δικαιούχοι των προγραμμάτων αυτών είναι αντιπροσωπευτικές επαγγελματικές και διεπαγγελματικές οργανώσεις, οργανώσεις παραγωγών και φορείς του αγροδιατροφικού τομέα. Την περίοδο αυτή υλοποιούνται ήδη από φορείς της χώρας μας 41 προγράμματα προώθησης συνολικού προϋπολογισμού 129 εκ. € για προϊόντα όπως ελαιόλαδο, τυροκομικά προϊόντα, αιγοπρόβειο κρέας, επιτραπέζιες ελιές, κονσερβοποιημένα φρούτα, μαστίχα Χίου κ.α. και με στόχο χώρες της ΕΕ, αλλά και τρίτες χώρες όπως ΗΠΑ, Καναδάς, Ρωσία, Ηνωμένα Αραβικά Εμηράτα κ.α. Ειδικό εθνικό πρόγραμμα προώθησης υλοποιείται για τον οίνο με ετήσιο προϋπολογισμό 16 εκ. €.
Για την αντιμετώπιση του διαχρονικού προβλήματος της υστέρησης της ζωικής παραγωγής στη χώρα μας, το Υπουργείο μας σε όλες του τις δράσης (επενδυτικά μέτρα του ΠΑΑ, συνδεδεμένες ενισχύσεις κτλ), λαμβάνει ειδική μέριμνα ώστε να δίνεται προτεραιότητα κατά το δυνατό στη στήριξη της ζωικής παραγωγής.
Τέλος θα ήθελα να τονίσω ότι πρόθεση του ΥΠΑΑΤ είναι να συμβάλει στη στήριξη της αγροδιατροφκής επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας, μέσω και της δικής του αναδιοργάνωσης, δημιουργώντας τις κατάλληλές δομές για τη στήριξη του τομέα.