Η εξέλιξη του ευρωπαϊκού τομέα οίνου μέχρι το 2030

Στην ετήσια έκθεσή της για τις προοπτικές της γεωργίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει σε απολογισμό των τάσεων που θα χαρακτηρίσουν τον ευρωπαϊκό τομέα οίνου έως το 2030.

Επιβράδυνση της πτώσης της κατανάλωσης

Η έκθεση προβλέπει την επιβράδυνση της μείωσης της κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η ευρωπαϊκή κατανάλωση έχει μειωθεί κατά περίπου 3 λίτρα/κάτοικο.

Το 2030, η μέση κατανάλωση προβλέπεται να είναι 25 λίτρα/κάτοικο έναντι 26 λίτρων/κάτοικο το 2016. Αυτή η βραδύτερη μείωση της κατανάλωσης προκαλείται από μια επιστροφή της κατανάλωσης σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπό την επίδραση της αύξησης κατανάλωσης των αφρωδών οίνων και των οίνων με μειωμένο αλκοόλ. Επιπλέον και στις άλλες χώρες, εκτός από τη Γαλλία και τη Γερμανία, η κατανάλωση αυξάνεται. Τέλος, η αύξηση του πληθυσμού θα στηρίξει την κατανάλωση.

Να σημειωθεί ότι η έκθεση αναμένει μείωση της κατανάλωσης του κονιάκ, του βερμούτ και του ξυδιού.

Περαιτέρω εξέλιξη των εξαγωγών

Η έκθεση προβλέπει τη συνεχή αύξηση των εξαγωγών οίνου στην Ευρώπη με ρυθμό 1,7% ετησίως. Συνολικά, οι εξαγωγές αναμένεται να φτάσουν τα 27 εκατομμύρια εκατόλιτρα το 2030.

Αυτός ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης υποστηρίζεται από την αύξηση της ζήτησης για αφρώδεις οίνους με γεωγραφικές ενδείξεις. Οι αφρώδεις οίνοι οδηγούν επίσης αυτή την εξέλιξη στην ευρωπαϊκή αγορά. Η αιχμή αυτή της αγοράς αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα το 71% και το 13% του όγκου των εξαγόμενων οίνων. Όσον αφορά τους οίνους χύδην, το μερίδιό τους στις ευρωπαϊκές εξαγωγές αναμένεται να μειωθεί, αλλά ο όγκος των εισαγωγών προβλέπεται να αυξηθεί. Προβλέπεται να φθάσουν από το 63% των εισαγόμενων όγκων το 2016 στο 70%.

Μικρή μείωση της παραγωγής

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει μείωση της ποσότητας που παράγεται στην Ευρώπη κατά περίπου 0,2% ετησίως. Αυτή η μείωση θα γίνει με βραδύτερο ρυθμό από αυτόν που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου 2005/2015 κατά την οποία η παραγωγή μειώθηκε 0,5% ετησίως.

Η εξήγηση αυτής της μείωσης οφείλεται στις πολιτικές των εκριζώσεων η όποια προκάλεσε μείωση της παραγωγής με την αφαίρεση αμπελουργικών εκτάσεων. Ακόμη και αν δεν υπάρχουν επιχορηγήσεις για εκρίζωση, αυτές θα πρέπει να συνεχιστούν. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή προβλέπει απομάκρυνση των παλαιότερων και λιγότερο παραγωγικών αμπελώνων.

Οι προβλέψεις δείχνουν επίσης ότι οι αμπελουργικές επιφάνειες θα αναδιαρθρωθούν εν μέρει και ότι αυτό θα έχει αντίκτυπο στις αναμενόμενες αποδόσεις. Η Επιτροπή προχωρεί ακόμη και στο μέτρο που προβλέπει συγκέντρωση της παραγωγής. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες αποδόσεις οίνων με γεωγραφική ένδειξη. Τα μοντέλα πρόβλεψης υπολογίζουν μέση απόδοση στα 57,6 hl / ha το 2030, που θα αυξάνεται σταδιακά κατά 0,5% ετησίως.