Ο μέσος Ινδός αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά το ελαιόλαδο και η κατανάλωση είναι πολύ μικρή και συγκεντρωμένη στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η ποιότητα βρίσκεται πολύ χαμηλά όσον αφορά τα κριτήρια αγοράς για τους Ινδούς καταναλωτές, οι οποίοι επιλέγουν με βάση κυρίως της τιμής ακόμα και όταν έχουν μεγάλη οικονομική άνεση, προτιμούν το φτηνό προϊόν.
Σύμφωνα με έρευνα του γραφείου Ο.Ε.Υ. της ελληνικής πρεσβείας στο Ν. Δελχί, στην ινδική αγορά κυκλοφορούν τρεις τύποι ελαιολάδου: Pomace, ελαιόλαδο και έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Την τελευταία διετία έχουν επίσης εμφανιστεί και ελαιόλαδα σε μικρές συσκευασίες των 250 και 500ml, που εμπεριέχουν βότανα και καρυκεύματα και που ταιριάζουν καλύτερα στις γευστικές συνήθειες του μέσου ινδού.
Η Ινδία εισάγει κυρίως φοινικέλαιο, ηλιέλαιο, σογιέλαιο και canola, που ανέρχονται ετησίως σε περίπου 23 εκ. τόνους.
Η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο.
Οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της Ινδικής Υποηπείρου ( υψηλές θερμοκρασίες για μεγάλο μέρος του χρόνου ακόμη και τις βραδινές ώρες), δεν επιτρέπουν την καρποφορία των ελαιόδεντρων με αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με πληροφορίες από το γραφείο Ο.Ε.Υ. η καθολική υπερφορολόγηση των εισαγόμενων βρώσιμων ελαίων στην Ινδία λειτουργεί ως κίνητρο για αντικατάσταση καλλιεργειών χαμηλού εισοδήματος με νέες. Ανάμεσα τους περιλαμβάνονται και αυτές της παραγωγής βρώσιμων ελαίων, όπου βέβαια το επιτρέπουν οι κλιματολογικές συνθήκες και η μορφολογία του εδάφους.
Συμπερασματικά και σύμφωνα με την έρευνα του γραφείου Ο.Ε.Υ, η ινδική αγορά είναι μια δύσκολη αγορά για το ελληνικό ελαιόλαδο και μοναδικός γνώμονας λήψης αποφάσεων είναι η τιμή.
Ωστόσο, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 7% και την αυξανόμενη διάθεση ενημέρωσης των Ινδών καταναλωτών σχετικά με την υγιεινή διατροφή, διαμορφώνονται συνθήκες, που μελλοντικά θα πρέπει να οδηγήσουν στην κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης ελαιολάδου.