Η Ισπανία διαθέτει περισσότερα από 2,9 εκ. στρέμματα σταφυλιών που την καθιστούν τη χώρα με τη μεγαλύτερη έκταση αμπελιών για την παραγωγή οίνου, ενώ ταυτόχρονα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός κρασιού στον κόσμο, μετά την Ιταλία και τη Γαλλία.
Οι γηγενείς ποικιλίες σταφυλιών είναι άφθονες, ξεπερνώντας τις 600 ποικιλίες σε όλη τη χώρα. Περίπου το 80% της εθνικής παραγωγής προέρχεται μόνο από περίπου 20 ποικιλίες, μεταξύ των οποίων βρίσκονται οι Tempranillo, Albariño, Garnacha, Palomino, Airen, Macabeo, Parellada, Xarel·lo, Carignan και Mourvedre.
Μεγάλες ισπανικές περιφέρειες οι οποίες είναι σημαντικές για την παραγωγή οίνου είναι η Rioja, η Ribera del Duero, η Valdepeñas, η Jerez de la Frontera, η Rías Baixas και οι οινοπαραγωγικές περιοχές της Καταλονίας, Penedès και Priorat.
Κατανάλωση
Η συνολική εγχώρια κατανάλωση οίνων κατά το έτος 2017 μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2016.
Η αγορά κρασιού αναλύεται ως εξής: το 37,2% του όγκου αντιστοιχεί σε αφρώδεις οίνους με ΠΟΠ. Το 7,1% του όγκου αντιστοιχεί στους αφρώδεις οίνους (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ποικιλία cava) με ΠΟΠ και τους αεριοποιημένους οίνους με ΠΟΠ, με τη σημαντικότητά τους να είναι 13,4%. Ο αφρώδης οίνος είναι η μόνη ποικιλία που παρουσιάζει αύξηση της κατανάλωσης (+ 2,5%) σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μόνο το 1,7% του όγκου της συνολικής παραγωγής κρασιού. Επιπλέον, 47,2% των λίτρων κρασιού που καταναλώνονται στο σπίτι αντιστοιχούν στους οίνους χωρίς ΠΟΠ / ΠΓΕ, με μία μείωση των αγορών της τάξεως του 17,3%.
Ο τύπος οίνου με την υψηλότερη κατανάλωση ανά άτομο αντιστοιχεί σε οίνους χωρίς ΠΟΠ / ΠΓΕ με κατανάλωση 3,83 λίτρα/ άτομο/ έτος. Οι «ήσυχοι» οίνοι (αυτοί που δεν εμφανίζουν υψηλή περιεκτικότητα σε διοξείδιο του άνθρακα) έκλεισαν το έτος με μέση κατανάλωση 3,02 λίτρων, ενώ η κατανάλωση αφρωδών οίνων (συμπεριλαμβανομένης της ποικιλίας cava) και αεριούχων με ΠΟΠ ανερχόταν σε 0.58 λίτρα/ άτομο.
Οι πωλήσεις κρασιού στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά την περίοδο 2014-2016, κατά 7,47%, φθάνοντας τα 688 εκ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Όσον αφορά τις συνολικές εισαγωγές, τα έσοδα ανήλθαν σε 39,52 εκ. ευρώ το 2017 (7,36% περισσότερα από το 2016).