του Αθανάσιου Φίλη, Γεωπόνος M.Sc στην εταιρεία PHYTOFIL
Η ισχύουσα νομοθεσία της Ε.Ε. για τη διαθεσιμότητα φυτικού αναπαραγωγικού υλικού στην αγορά βασίζεται σε δύο πυλώνες:
α) στην καταχώριση των ποικιλιών και του πολλαπλασιαστικού υλικού των φυτών σε καταλόγους
β) στην πιστοποίηση των επί μέρους παρτίδων του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού.
Βασικός στόχος του υπό συζήτηση Κανονισμού είναι η περαιτέρω ενίσχυση της επιτόπιας διατήρησης της αγροβιοποικιλότητας. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του διευρυμένου πεδίου εφαρμογής του προτεινόμενου Κανονισμού το οποίο καλύπτει όλους τους τύπους φυτικού αναπαραγωγικού υλικού. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτει τα είδη που ρυθμίζονται από τις 12 Οδηγίες (καταγεγραμμένα είδη που απαρτίζονται κυρίως από φυτά μεγάλης καλλιέργειας και κηπευτικά) το τρίτο μέρος της πρότασης Κανονισμού αναφέρει ορισμένους πολύ βασικούς κανόνες στους οποίους οφείλουν να υπόκεινται τα φυτικά είδη που δεν καλύπτονταν από τις Οδηγίες (π.χ. αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά).
Στον υπό συζήτηση Κανονισμό το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό ορίζεται ως τα φυτά ή τα τμήματα των φυτών που είναι ικανά και προορίζονται για την παραγωγή ή την αναπαραγωγή ολόκληρων φυτών. Οι απαιτήσεις που τίθενται προκειμένου να είναι δυνατή η διάθεση του φυτικού αναπαραγωγικού υλικού στην αγορά συνοψίζονται ως εξής:
- Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό είναι απαραίτητο να ανήκει σε ποικιλία ή κλώνο που έχει καταχωρηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του υπό διαβούλευση Κανονισμού.
- Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό είναι απαραίτητο να συμμορφώνεται με τις ειδικές απαιτήσεις που θεσπίζονται για την εν λόγω εμπορική κατηγορία ανά γένη και είδη.
- Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό είναι απαραίτητο να φέρει επίσημη ετικέτα προβασικού, βασικού ή πιστοποιημένου υλικού ή ετικέτα του επαγγελματία.
- Το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό είναι απαραίτητο να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις χειρισμού, πιστοποίησης και αναγνώρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του υπό διαβούλευση Κανονισμού.
Οι ποικιλίες προκειμένου να καταστούν διαθέσιμες στην αγορά όλης της Ένωσης περιλαμβάνονται είτε σε ένα εθνικό μητρώο ή στην αντίθετη περίπτωση στο μητρώο της Ένωσης μέσω της διαδικασίας άμεσης υποβολής αίτησης στο Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών. Ο αρμόδιος φορέας του Ελληνικού κράτους για την τήρηση εθνικού μητρώου ποικιλιών είναι το Ινστιτούτο Ελέγχου Ποικιλιών Καλλιεργούμενων Φυτών (Ι.Ε.Π.Κ.Φ.) το οποίο συνιστά ελεγκτική υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έχει έδρα στη Σίνδο και χώρο ευθύνης όλη την Ελληνική επικράτεια.
Οι αρμοδιότητές του μέχρι σήμερα αφορούν:
α) την εγγραφή συμβατικών ποικιλιών, γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών και φυτογενετικών πόρων στον εθνικό κατάλογο,
β) το μετέλεγχο των ποικιλιών για τη διαπίστωση αν τα χαρακτηριστικά των εγγεγραμμένων στον εθνικό κατάλογο ποικιλιών παραμένουν αμετάβλητα μετά τους διαδοχικούς αναπολλαπλασιασμούς
γ) τον έλεγχο των προσώπων, εταιρειών ή ιδρυμάτων που δηλώνονται ως διατηρητές με την αίτηση εγγραφής της ποικιλίας στον εθνικό κατάλογο.
Τονίζεται ότι τα καταγεγραμμένα φυτικά είδη στον εθνικό κατάλογο αφορούν φυτά μεγάλης καλλιέργειας και κηπευτικά. Η πλήρης διαδικασία σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (Υπουργική απόφαση υπ΄αριθ. 7057/102367, Φ.Ε.Κ. Τεύχος Β΄, 2266/21-8-2014) και πριν την έναρξη εφαρμογής του υπό συζήτηση Κανονισμού συνίσταται στα παρακάτω στάδια:
Υποβολή ειδικής έντυπης αίτησης: Υποβάλλεται στο Ινστιτούτο από το δημιουργό ή τον διατηρηρητή της ποικιλίας ή νόμιμο εκπρόσωπό του αφού έχουν καταβληθεί τα προβλεπόμενα κατά φυτικό είδος τέλη (τέλη δοκιμής). Η αίτηση συνοδεύεται από στοιχεία που αφορούν την περιγραφή της ποικιλίας και των αγρονομικών συνθηκών κάτω από τις οποίες πρέπει να γίνει η δοκιμή και από βεβαιώσεις, εξουσιοδοτήσεις, δηλώσεις, πιστοποιητικά και αποδεικτικά που αφορούν μεταξύ άλλων τη μη γενετική τροποποίηση της ποικιλίας, τον ορισμό του διατηρητή και την καταβολή των τελών. Επίσης η αίτηση συνοδεύεται και από την απαραίτητη ποσότητα πολλαπλασιαστικού υλικού σε συσκευασία με την κατάλληλη σήμανση και σφράγιση που καθορίζονται από το Ι.Ε.Π.Κ.Φ. Εφόσον η ποικιλία έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως σε κάποιο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα είναι απαραίτητο να επισημανθεί με την αίτηση εγγραφής.
Εξέταση ποικιλιών: Προκειμένου να εγγραφούν οι ποικιλίες στον Εθνικό Κατάλογο πραγματοποιούνται δοκιμές διακριτότητας, ομοιομορφίας και σταθερότητας διάρκειας δύο ετών ή δύο καλλιεργητικών περιόδων. Με την ολοκλήρωση των επίσημων εξετάσεων το Ι.Ε.Π.Κ.Φ. συντάσσει σχετική έκθεση για την Τεχνική Επιτροπή Πολλαπλασιαστικού υλικού (Τ.Ε.Π.Υ.) η οποία γνωμοδοτεί στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την έκδοση απόφασης. Σε περίπτωση που η εγγραφή μιάς ποικιλίας απορριφθεί δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο νέας αίτησης για εγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο.
Ονοματολογία ποικιλιών: Το επίσημο ή εμπορικό όνομα της ποικιλίας μπορεί να δοθεί από τον αιτούντα με την υποβολή της αίτησης αλλιώς ο αιτούμενος υποχρεούται με την έναρξη των δοκιμών του δευτέρου έτους να γνωρίσει εγγράφως το τελικό όνομα της ποικιλίας. Τελικά το Ινστιτούτο με βάση τα ισχύοντα περί ονοματολογίας στην Ε.Ε. και σε συνεργασία με τον αιτούντα καθορίζει το όνομα.
Γνωμοδότηση – Εγγραφή – Ανανέωση εγγραφής: Πραγματοποιείται από την Τ.Ε.Π.Υ. και η διάρκεια εγγραφής των ποικιλιών στον Εθνικό Κατάλογο ισχύει για 10 έτη αρχομένων από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου της εγγραφής έτους. Ανανέωση στην εγγραφή μιας ποικιλίας είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο εάν εξακολουθεί να καλλιεργείται σε κλίμακα που να δικαιολογεί την ανανέωση ή αν πρέπει να διατηρηθεί για τη διαφύλαξη των φυτικών γενετικών πόρων και εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι απαιτήσεις διακριτότητας, ομοιομορφίας και σταθερότητας. Η αίτηση ανανέωσης υποβάλλεται το αργότερο δύο χρόνια πριν τη λήξη της χρονικής διάρκειας εγγραφής.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πρόβλεψη του νέου υπό συζήτηση Κανονισμού, προκειμένου να εισαχθεί ευελιξία απέναντι στις μελλοντικές τεχνικές και επιστημονικές εξελίξεις, ότι το ετερογενές υλικό που δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό μιας ποικιλίας θα μπορούσε να απαλλάσσεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις από την απαίτηση να ανήκει σε καταχωρημένη ποικιλία. Ακόμα περαιτέρω προβλέπεται ειδική παρέκκλιση για το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό εξειδικευμένων αγορών το οποίο και αυτό εξαιρείται από τις αιτήσεις καταχώρισης και διαθεσιμότητας στην αγορά. Ως φυτικό αναπαραγωγικό υλικό εξειδικευμένων αγορών νοείται το υλικό το οποίο είναι προσαρμοσμένο στις τοπικές συνθήκες και διατίθεται στην αγορά σε μικρές ποσότητες. Φυτικό αναπαραγωγικό υλικό ποικιλιών με επίσημα αναγνωρισμένη ονομασία, ετερογενές υλικό και υλικό εξειδικευμένων αγορών θα πρέπει να διατίθεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κανονισμού μόνο ως τυποποιημένο υλικό.