Αραβοσιτέλαιο και σογιέλαιο επιλέγουν για τη διατροφή τους οι καταναλωτές στην Κορέα ενώ το ελαιόλαδο το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται ως ένα εξωτικό είδος και όχι ως βασικό είδος διατροφής, προέρχεται αποκλειστικά από τις εισαγωγές αφού δεν υπάρχει εγχώρια παραγωγή.
Ωστόσο την περίοδο 2000-2005 οι εισαγωγές ελαιολάδου σημείωσαν ραγδαία άνοδο λόγω κυρίως της προβολής που δόθηκε στα οφέλη που παρουσιάζει η κατανάλωσή του για την ανθρώπινη υγεία, αλλά η ασυμβατότητά του ελαιολάδου με την κορεατική κουζίνα και διατροφή οδήγησε στην αποκλιμάκωση των εισαγωγών.
Βέβαια, η πληροφόρηση για τις ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου, αλλά και η σταδιακή διείσδυση δυτικών καταναλωτικών προτύπων, συντελούν στο να διατηρηθεί και στο προσεχές μέλλον η ήπια ανοδική τάση στη κατανάλωσή του, σύμφωνα με πληροφορίες από το γραφείο Ο.Ε.Υ. της ελληνικής πρεσβείας στη Σεούλ.

Κυρίαρχη θέση στους προμηθευτές εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου της Νοτίου Κορέας, έχει η Ισπανία, η οποία, κατά το 2019, κάλυψε το 78,8% των εισαχθέντων ποσοτήτων (11.000 τόνοι) και ακολουθούν η Ιταλία, η Ελλάδα (173 τόνοι ή 2,36% της αξίας των εισαγωγών) και η Τουρκία.

Σύμφωνα με το γραφείο Ο.Ε.Υ, υπάρχει αξιόλογο ενδιαφέρον για το ελληνικό ελαιόλαδο και οι εξαγωγές του αυξήθηκαν πιο γρήγορα από την άνοδο της κατανάλωσης του προϊόντος ενώ πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ο δείκτης της αξίας ανά κιλό ο οποίος αυξήθηκε αργά αλλά σταθερά, από 2,4 δολ./κιλό το 2001 σε 7,93 δολ./κιλό το 2019.