καλαμποκι-αραβοσιτος

Ρουμανία: Πρωταθλήτρια στην παραγωγή καλαμποκιού – Αύξηση της ζήτησης βιολογικών και ελαιολάδου

Σιτάρι και καλαμπόκι αποτελούν τα κυριότερα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα της Ρουμανίας. Μάλιστα, η περσινή παραγωγή ρεκόρ καλαμποκιού (19 εκατ. τόνους) έφερε τη Ρουμανία στην πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες – παραγωγούς καλαμποκιού της ΕΕ, αφήνοντας πίσω και τη Γαλλία, σύμφωνα με έκθεση του γραφείου Ο.Ε.Υ της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι.

Η χώρα παράγει επίσης, στο μέτρο που επιτρέπει το κλίμα, λαχανικά (όπως ντομάτες, πατάτες, αγγούρια) και ορισμένα φρούτα (σταφύλια, μήλα, δαμάσκηνα, κεράσια, πεπόνια, φρούτα του δάσους)

Σύμφωνα με την έκθεση, την τελευταία δεκατία ο αγροτικός τομέας της Ρουμανίας έχει σημειώσει πρόοδο χάρη στην αξιοποίηση προγραμμάτων της ΕΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά περιθώρια βελτίωσης και εκσυγχρονισμού της αγροτικής παραγωγής.

Η Ρουμανία κατατάσεται στην 5η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορα την έκταση καλλιεργήσιμης γης μετά την Ισπανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Πολωνία. Ωστόσο είναι μία από τις χώρες με τη λιγότερο αποτελεσματική χρήση της καλλιεργήσιμης γης, κυρίως λόγω του μεγάλου κατακερματισμού της γαιοκτησίας. Σημειώνεται ότι η Ρουμανία κατέχει το 30% του συνολικού αριθμού αγροκτημάτων που βρίσκονται εντός της ΕΕ.

Στον τομέα των εξαγωγών, τις πρώτες θέσεις με τις σημαντικότερες χώρες – προορισμοί των ρουμανικών αγροτικών προϊόντων καταλαμβάνουν η Ιταλία, Ισπανία και Βουλγαρία, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 9η θέση.

Τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα έχουν τη θέση τους στην αγορά της Ρουμανίας. Συγκεκριμένα, σημαντικό μερίδιο στις ρουμανικές εισαγωγές κατέχουν, τα φρούτα, τα λαχανικά και τα παρασκευάσματα αυτών.

Αύξηση της ζήτησης βιολογικών προϊόντων και ελαιολάδου

Παρόλο που οι Ρουμάνοι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην τιμή και λιγότερο στην ποιότητα, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί στροφή προς έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής.

Έτσι, για παράδειγμα, έχει αυξηθεί η ζήτηση βιολογικών προϊόντων, φρούτων (νωπών και ξηρών) και λαχανικών καθώς επίσης έχει παρατηρηθεί αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου ενός προϊόντος που δεν χρησιμοποιείτo ιδιαίτερα στη ρουμανική κουζίνα.