cropped-.jpg

Σχέδια Βελτίωσης: Αλληλοκατηγορίες με μόνους χαμένους τους παραγωγούς

Αποκλειστικά υπεύθυνη για την καθυστέρηση της αξιολόγησης των Σχεδίων Βελτίωσης είναι η πρώην πολιτική ηγεσία, αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Το Μέτρο του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων συνολικής δημόσιας δαπάνης 316 εκατ ευρώ θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα επενδυτικά μέτρα.

Η καθυστέρηση στην όλη διαδικασία εφαρμογής του Μέτρου ήταν αναμενόμενη. Οι αλλεπάλληλες παρατάσεις και τροποποιήσεις οδηγούσαν μαθηματικά στην καθυστέρηση αξιολόγησης των επενδυτικών μέτρων και στη ταλαιπωρία των παραγωγών – επενδυτών.

Παρατάσεις Σχεδίων Βελτίωσης: Σχέδια Βελτίωσης: Νέα παράταση στην υποβολή των αιτήσεωνΣχέδια Βελτίωσης: Αλλεπάλληλες παρατάσειςΟι νέες ημερομηνίες – Σχέδια Βελτίωσης: Συνεχείς παρατάσεις συνολικής διάρκειας 5 μηνών!Σχέδια Βελτίωσης: Νέα παράταση στην υποβολή αιτήσεωνΣχέδια Βελτίωσης: Παράταση στην ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων

Υπενθυμίζεται ότι η εγκύκλιος για τη ρύθμιση της διαδικασίας αξιολόγησης των προσφορών για τους γεωργικούς ελκυστήρες, εκδόθηκε 3 (!) μήνες μετά την έναρξη των αξιολογήσεων και καθόριζε διαφορετικό τρόπο από αυτόν που προβλεπόταν στην υπουργική απόφαση.

Μόνοι χαμένοι οι αγρότες. Τόσο η σημερινή όσο και η προηγούμενη ηγεσία του ΥπΑΑΤ ομολογούν ότι η καθυστέρηση υλοποίησης των Σχεδίων Βελτίωσης «προκαλεί βλάβη στα συμφέροντα των αγροτών».

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΥπΑΑΤ το Υπουργείο προχωράει άμεσα στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης των Σχεδίων Βελτίωσης με επιτάχυνση της διαδικασίας, λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.

Η επιστολή του Πρώην Γ.Γ. Αγροτικής Πολιτικής & Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων Χ. Κασίμη:

«Ένα ζήτημα που απασχολεί τον αγροτικό κόσμο εδώ και καιρό είναι η καθυστέρηση της αξιολόγησης και της έκδοσης των αποφάσεων για τα Σχέδια Βελτίωσης.

Η πηγή του προβλήματος έχει γίνει γνωστή με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.

Μετά τις ανακοινώσεις και τα δημοσιεύματα όμως που ακολούθησαν την συνάντηση του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αγροτικών Μηχανημάτων (ΣΕΑΜ) με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΑΤ, στις οποίες διαφαίνεται συμφωνία με όρους που, κατά τη γνώμη μου, θίγουν τα συμφέροντα του αγροτικού κόσμου, οι παρακάτω διευκρινίσεις και επισημάνσεις καθίστανται αναγκαίες.

Το ιστορικό

Η πρόσκληση των Σχεδίων Βελτίωσης έκλεισε τον Οκτώβριο του 2018. Υποβλήθηκαν πάνω από 15.000 επενδυτικά σχέδια, με τα δύο τρίτα αυτών να συμπεριλαμβάνουν αίτηση για συγχρηματοδότηση γεωργικού ελκυστήρα. Το άθροισμα της δαπάνης για τους γεωργικούς ελκυστήρες υπερέβαινε τα 600 εκ. ευρώ. Από αυτά, εφόσον εγκριθούν όλα τα αιτήματα, περίπου 280 εκ. ευρώ είναι η ιδιωτική συμμετοχή των αγροτών ενώ περίπου 330 εκ. ευρώ είναι τα χρήματα που πρέπει να καταβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ελληνικό Δημόσιο.

Η δαπάνη για την αγορά γεωργικού ελκυστήρα αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο των συνολικών επενδύσεων των σχεδίων βελτίωσης. Έπρεπε επομένως να υπάρξει κατά προτεραιότητα έλεγχος του εύλογου των αιτούμενων δαπανών, όπως απαιτεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Καθώς το ηλεκτρονικό σύστημα υποβολής έδινε –για πρώτη φορά- τη δυνατότητα μαζικής εξαγωγής και σύγκρισης στοιχείων, με το τέλος της πρόσκλησης και την ολοκλήρωση των υποβολών, επεξεργαστήκαμε αυτά τα στοιχεία και διαπιστώσαμε τρία σημαντικά προβλήματα: α) Για τους γεωργικούς ελκυστήρες  οι τρεις προσφορές που υπήρχαν στη μεγάλη πλειοψηφία των φακέλων δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανεξάρτητες μεταξύ τους. β) Σε διαφορετικούς αγρότες, για τον ελκυστήρα που στις διαφορετικές προσφορές περιγραφόταν με τον ίδιο τρόπο – ίδιο μοντέλο, ίδιος επιπλέον εξοπλισμός – οι προσφορές παρουσίαζαν αποκλίσεις χιλιάδων ευρώ. Διευκρινίζεται εδώ ότι πρόκειται για διαφορετικές προσφορές που εκδίδονταν από τους ίδιους αντιπροσώπους, π.χ. ο αντιπρόσωπος συγκεκριμένου εργοστασίου έχει εκδώσει για το ίδιο μοντέλο δεκάδες προσφορές με διαφορετικές τιμές μεταξύ τους. γ)  Οι δύο κορυφαίες (από πλευράς πωλήσεων) εταιρείες του κλάδου ανατίμησαν τους τιμοκαταλόγους τους εν μέσω της πρόσκλησης κατά 25% και 12% αντίστοιχα. 

Όλα τα παραπάνω ετέθησαν υπ’ όψιν μου. Η εντολή ήταν να γίνει έρευνα αγοράς προκειμένου να προσδιοριστεί με σαφήνεια το εύλογο της δαπάνης. Η έρευνα αγοράς επικεντρώθηκε κυρίως στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Έγινε μεθοδικά με συλλογή στοιχείων και κατέληξε με την έκδοση, στις 12 Μαρτίου 2019, της εγκυκλίου για το εύλογο κόστος. Να σημειωθεί ότι οι φάκελοι των Σχεδίων Βελτίωσης είχαν ήδη αρχίσει να αξιολογούνται από τον Ιανουάριο του 2019 και η εγκύκλιος ήρθε για να θωρακίσει την εγκυρότητα της αξιολόγησης έναντι των ελέγχων που γίνονται συνεχώς από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το εύλογο του κόστους.

Η Εγκύκλιος του Εύλογου Κόστους και, κυρίως, η τάξη που προσπάθησε αυτή να βάλει στην πληθώρα των διαφορετικών τιμών που έδινε ο ίδιος αντιπρόσωπος  για το ίδιο αγαθό, από την πρώτη στιγμή χαιρετίστηκε από τον αγροτικό κόσμο αλλά βρήκε και την ισχυρή αντίδραση του ΣΕΑΜ.

Τα κύρια επιχειρήματα του ΣΕΑΜ ήταν τρία. Το πρώτο ήταν ότι η εγκύκλιος δεν είχε νομική βάση. Κάτι τέτοιο όμως δεν ευσταθεί, καθώς στο θεσμικό πλαίσιο των Σχεδίων Βελτίωσης υπάρχει η απαραίτητη πρόβλεψη για τη διεξαγωγή ελέγχων εύλογου κόστους στο στάδιο της αξιολόγησης.

Το δεύτερο επιχείρημα ήταν ότι το Υπουργείο δεν μπορεί να βάζει διατίμηση στην αγορά καθώς νοθεύει τον ανταγωνισμό. Όμως στην Εγκύκλιο δεν ορίζεται τιμή πώλησης. Δεν υπήρχε η λογική της διατίμησης. Ο κάθε αντιπρόσωπος ήταν ελεύθερος να πωλήσει τον ελκυστήρα στην τιμή που επιθυμεί. Δεν σημαίνει όμως αυτό πως το δημόσιο θα πληρώσει ό,τι ποσό ορίσει ο αντιπρόσωπος. Αυτό, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. (Έχει πολύ ενδιαφέρον εδώ το επιχείρημα που ακούγεται συχνά περί παρέμβασης στην ελεύθερη αγορά όταν ο φορολογούμενος την επιδοτεί κατά 55%). Το τρίτο επιχείρημα ήταν ότι οι Έλληνες εισαγωγείς λειτουργούν με πολύ μεγαλύτερο κόστος δανεισμού από τους αντίστοιχους πωλητές τους εξωτερικού.

Ο ΣΕΑΜ υποστήριξε αρχικά (με επιστολή του στις 21/3/2019) την αντικατάσταση της εγκυκλίου με τη μέθοδο της επιλέξιμης τιμής ανά ιπποδύναμη σε συνδυασμό με την κατηγορία του ελκυστήρα (π.χ. δενδροκομικός) και την ύπαρξη ή όχι καμπίνας. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα μπορούσε να γίνει, καθώς θα έβαζε στην ίδια κατηγορία ελκυστήρες που διαφέρουν ποιοτικά μεταξύ τους. Συγκεκριμένη πρόταση όμως δεν κατατέθηκε. Στο τέλος ο ΣΕΑΜ υποστήριξε την πλήρη απόσυρση της Εγκυκλίου και την χρήση των τριών προσφορών που υπάρχουν στους φακέλους, παρά την διαπιστωμένη αναξιοπιστία των τριών προσφορών, που συντάσσονταν μάλιστα συχνά από τον ίδιο προμηθευτή.

Από την πλευρά μας, δεχθήκαμε το τρίτο επιχείρημα, του δυσμενέστερου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, και προτείναμε συγκεκριμένη διόρθωση στις ανώτατες επιλέξιμες τιμές της εγκυκλίου. Η Υπηρεσία με ενημέρωσε στις αρχές Μαΐου ότι ήταν έτοιμη για την αποστολή της νέας εγκυκλίου στους αξιολογητές.

Με τις νέες ανώτατες επιλέξιμες τιμές είχε υπολογιστεί ότι θα επιτυγχάνονταν εξοικονόμηση περίπου 25 εκ. ευρώ.  Επαναλαμβάνω, εξοικονόμηση, όχι αυθαίρετη, αλλά τεκμηριωμένη, στις αρχές του εύλογου κόστους. Ωστόσο, ύστερα από τη μη συμφωνία με τον ΣΕΑΜ, κάτι τέτοιο δεν έγινε.

Γιατί σε αυτό το διάστημα καθυστέρησε η επίλυση του προβλήματος και η ολοκλήρωση της αξιολόγησης; Η απάντηση είναι ρητή: Αφενός λόγω της αδιαλλαξίας του ΣΕΑΜ, κατάλοιπο άλλης εποχής, και αφετέρου λόγω μιας ανεξάντλητης εμμονής μας στον διάλογο που οδήγησε τελικά σε μια πολιτική ατολμία για την οριστικοποίηση των αποφάσεων σχετικά με  τις ανώτατες επιλέξιμες τιμές. Η υπόθεση θα μπορούσε κάλλιστα να είχε κλείσει την άνοιξη του 2019.

Τα νεότερα

Όπως αναφέρθηκε, δημοσιεύματα και ανακοινώσεις των περασμένων ημερών διαρρέουν ότι το υπουργείο οδηγείται στην επιλογή μιας οριζόντιας μείωσης της τάξης του 5% στη χαμηλότερη προσφορά ενώ καμία μείωση δεν προβλέπεται για τα παρελκόμενα.

Ας εξηγήσουμε και πάλι τι σημαίνουν τυχόν τέτοιες αποφάσεις:

Με την προβλεπόμενη υπερδέσμευση 100%, οι δαπάνες για τους ελκυστήρες θα μπορούσαν να φτάσουν στα 250 εκ. ευρώ. Επομένως, με οριζόντια μείωση κατά 5% σημαίνει ότι θα εξοικονομηθούν 12.5 εκ ευρώ. Ωστόσο η εξοικονόμηση γίνεται οριζόντια δηλαδή με λάθος τρόπο και τελικά αποβαίνει τιμωρητική απέναντι σε όσους αγρότες έχουν προσκομίσει ρεαλιστικές προσφορές. Σε αυτούς στην ουσία τους ψαλιδίζει την επιδότηση. Τους αναγκάζει να βάλουν λεφτά από την τσέπη τους. Παράλληλα όμως αντιμετωπίζει άνισα τις εταιρείες που δεν προέβησαν σε αυξήσεις εν μέσω της πρόσκλησης.

Επιπλέον δεν θεραπεύει τις διαφορές που υπάρχουν στις προσφορές που έχουν δοθεί, σε διαφορετικούς αγρότες, για το ίδιο μηχάνημα. Έτσι είναι πάντα πιθανό στους ελέγχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να γίνει αντιληπτό ότι το ίδιο μηχάνημα έχει ενισχυθεί σε έναν αγρότη με διαφορετική τιμή πώλησης απ’ ότι σε κάποιον άλλο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή προστίμου. Να σημειωθεί ότι το εύλογο κόστος είναι το πρώτο πράγμα που ελέγχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ως προς τα παρελκόμενα. Είχε αναπτυχθεί εργαλείο εύλογου κόστους στη βάση μελέτης που είχε αναθέσει το ΠΑΑ και της οποίας τα βασικά ευρήματα είχαν παρουσιαστεί στην Επιτροπή Παρακολούθησης τον Δεκέμβριο του 2017. Πληρώσαμε μελέτη για να προστατευτούμε έναντι των ελέγχων της Επιτροπής και την αγνοούμε. Το ίδιο θα είχε γίνει και με τους γεωργικούς ελκυστήρες αλλά εκεί είχαμε ανακοινώσει πίνακα εύλογου κόστους στη βάση της έρευνας που πραγματοποιήσαμε. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον ότι τελικά ούτε η δουλειά του Δημοσίου (πίνακας εύλογου κόστους για τους ελκυστήρες) ούτε η δουλειά του ιδιώτη συμβούλου (εργαλείο υπολογισμού εύλογου κόστους παρελκομένων) δεν θεωρήθηκε αναγκαίο εργαλείο. Δηλαδή, παρόλο που δυο διαφορετικές μεθοδολογίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι στα μηχανήματα υπάρχει μεγάλη διαφορά σε σχέση με τις τιμές του εξωτερικού, το γεγονός ότι αυτό το συμπέρασμα δεν ήταν αρεστό στους ελεγχόμενους ήταν αρκετό για να μην εφαρμοστεί.  Έτσι, αντί γι’ αυτές τις ανεξάρτητες μεθόδους που θωράκιζαν το δημόσιο συμφέρον, επιλέχθηκε η αυθαιρεσία. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυθαιρεσία από την επιβολή ενός οριζόντιου και αυθαίρετου πλαφόν. Επιπλέον, η πλήρης κατάργηση του εργαλείου εύλογου κόστους για τα παρελκόμενα, κάτι για το οποίο έχει πληρώσει το ΠΑΑ, είναι, όχι απλά αυθαίρετη, αλλά εγκυμονεί και κινδύνους.

Δυστυχώς, από εκεί που θα μπορούσαμε να βρεθούμε σε θέση ισχύος και να αποτελούμε καλή πρακτική σε επίπεδο Ε.Ε., υπάρχει περίπτωση να βρεθούμε ελεγχόμενοι και κατηγορούμενοι με τον κίνδυνο κυρώσεων από την Επιτροπή.

Τα κρίσιμα ερωτήματα

  • Ποιος χαράσσει και ποιος αποφασίζει τελικά για την πολιτική του υπουργείου; Η πολιτική ηγεσία ή τα διάφορα ιδιωτικά συμφέροντα στον αγροτικό τομέα;
  • Τι θα απαντήσουν οι Ειδικές Υπηρεσίες στους ελεγκτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όταν θα ερωτηθούν γιατί το ίδιο μηχάνημα σε έναν γεωργό το πληρώνουν με σημαντικά διαφορετικές τιμές απ’ ότι σε έναν άλλο;
  • Γιατί απαξιώνονται οι υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ που εργάστηκαν υπεύθυνα για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος;

Η πολιτική βούληση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν να ενισχυθούν οι επενδύσεις στον αγροτικό τομέα εξασφαλίζοντας τους αναγκαίους πόρους και τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία. Έτσι τριπλασιάσαμε τον Προϋπολογισμό του μέτρου της Μεταποίησης, και διπλασιάσαμε αυτόν, των Σχεδίων Βελτίωσης, διασφαλίζοντας τους αναγκαίους πόρους μέσα από μια συνολική υπερδέσμευση του ΠΑΑ της τάξης του 1.3 δις (123,6% της συνολικής δημόσιας δαπάνης) με την έκδοση και σχετικής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ ΑΦ 2048, 4-6-2019).

Παράλληλα εργαστήκαμε για την ενίσχυση της ρευστότητας στα μέτρα αυτά, εκδίδοντας για πρώτη φορά την εγκύκλιο για την διευκόλυνση σύναψης δανειακών συμβάσεων, για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων του υπομέτρου 4.1 (Σχέδια Βελτίωσης) και δημιουργήσαμε το Ταμείο Εγγυήσεων, με διαχειριστή το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων  που θα διασφαλίσει πόρους άνω των 400 εκ. για την χρηματοδότηση της ιδιωτικής συμμετοχής στα Σχέδια Βελτίωσης.

Το συμπέρασμα

Στην περίπτωση των Σχεδίων Βελτίωσης φαίνεται συγκρούονται δυο πολιτικές. Από την μία η πολιτική εξορθολογισμού και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος σε όφελος του αγροτικού κόσμου και από την άλλη η γνωστή πολιτική της αδιαπραγμάτευτης ικανοποίησης των συσσωρευμένων και παγιωμένων συμφερόντων που  δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τομέα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίστηκε την πρώτη, η κυβέρνηση ΝΔ την δεύτερη.