Χρήστος Αυγουλάς, Ομότιμος Καθηγητής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τον Μάιο του 2013 δημοσιεύσαμε ένα άρθρο με τίτλο «Η καλλιέργεια των ζαχαροτεύτλων στην Ελλάδα: Ξαναγυρίσαμε στο 1960 ….» συνδέοντας τη συρρίκνωση της καλλιέργειας που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια με το ξεκίνημα της συστηματικής καλλιέργειας στη χώρα μας το 1960 και την ίδρυση του πρώτου εργοστασίου της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης στη Λάρισα το 1961.
Είχαν προηγηθεί έντονες επιστημονικές διαμάχες, με «ειδικούς» να δηλώνουν ότι τα ζαχαρότευτλα δεν προσαρμόζονται στην Ελλάδα και τον αείμνηστο Καθηγητή του Εργαστηρίου Γεωργίας της Ανωτάτης, τότε, Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, Σταύρο Παπανδρέου να επιμένει ότι η καλλιέργεια των ζαχαροτεύτλων μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική καλλιέργεια για τη χώρα μας.
Ο Σταύρος Παπανδρέου δικαιώθηκε εκ των πραγμάτων και η καλλιέργεια των ζαχαροτεύτλων ξεκίνησε με επιτυχία το 1960, αφού εν τω μεταξύ είχε πεισθεί για τη σημαντικότητά της και ο τότε Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Πολύ γρήγορα η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης απέκτησε δύο ακόμα εργοστάσια, ένα στο Πλατύ Ημαθίας (το 1962) και ένα στις Σέρρες (1963) και έτσι η καλλιέργεια των ζαχαροτεύτλων, η νεότερη καλλιέργεια της ελληνικής γεωργίας αποτέλεσε ένα ισχυρό αναπτυξιακό παράγοντα για την ελληνική περιφέρεια, δίνοντας μια σημαντική διέξοδο και ένα ικανοποιητικό εισόδημα σε αρκετές χιλιάδες παραγωγών και δημιουργώντας εκατοντάδες θέσεις εργασίας σε επίπεδο εργατοτεχνικού και επιστημονικού προσωπικού.
Έτσι, η καλλιέργεια των ζαχαροτεύτλων κατέκτησε έκταση 400-450.000 στρεμμάτων κάθε χρόνο, με παραγωγή 310-320.000 τόνων ζάχαρης, όση περίπου ήταν και η εθνική μας ποσόστωση από το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (315.000 τόνοι).
Θα άξιζε να αναφερθεί για λόγους ιστορικούς, ότι η πρώτη απόπειρα καλλιέργειας ζαχαροτεύτλων και ίδρυσης εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης στην Ελλάδα έγινε το 1842 στην περιοχή της Λοκρίδας. Την εποχή εκείνη τα τεύτλα βρίσκονταν σε στάδιο βελτίωσης και η μικρή περιεκτικότητα των ριζών σε ζάχαρη κατέστησε αντιοικονομική την εκμετάλλευση της καλλιέργειας. Η επόμενη προσπάθεια έγινε το 1895 με την ίδρυση και λειτουργία ζαχαρουργείου στην περιοχή της Λαζαρίνας (κτήμα Ζωγράφου) το οποίο έκλεισε το 1910, γιατί οι καλλιέργειες των ζαχαροτεύτλων επλήττοντο από εντομολογικούς εχθρούς που δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τα υπάρχοντα τότε μέσα.
Από το 1960 που άρχισε σε ευρεία κλίμακα η καλλιέργεια των ζαχαροτεύτλων στη χώρα μας μέχρι πριν από λίγο, η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης συνεργαζόταν και απορροφούσε την παραγωγή των τευτλοκαλλιεργητών από την Κεντρική Ελλάδα, την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη όλων αυτών των περιοχών και στην οικονομική ενίσχυσή τους.
Μέγα μειονέκτημά της υπήρξε πάντα το υψηλό λειτουργικό κόστος, που καθιστούσε τη βιομηχανία μη ανταγωνιστική σε σχέση με πολλές άλλες Ευρωπαϊκές ζαχαροβιομηχανίες, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό για την κάλυψη των ελλειμμάτων της και τη συσσώρευση αρνητικών αποτελεσμάτων που υπονόμευαν συστηματικά την εύρυθμη λειτουργία της.
Η αρχή του τέλους σ’ αυτό το στάδιο, με τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης να παραμένουν ανέγγιχτα, ξεκίνησε με τη μεταρρύθμιση του τομέα Ζαχαρότευτλα-Ζάχαρη στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αποφασίστηκε τον Νοέμβριο του 2005, από το Συμβούλιο των Υπουργών Γεωργίας της Ένωσης και αφού προηγήθηκαν σχετικές συζητήσεις και διαβουλεύσεις μεταξύ των Κρατών-Μελών και της Επιτροπής που διάρκεσαν ένα ολόκληρο χρόνο.
Κύριος στόχος της μεταρρύθμισης ήταν το κλείσιμο των αντιπαραγωγικών και μη ανταγωνιστικών μονάδων και ένα από τα πρώτα θύματά της η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης. Τα αποτελέσματα που ακολούθησαν τη μεταρρύθμιση δικαιώνουν την απόφαση της τότε Κυβέρνησης και του τότε Υπουργού Γεωργίας Ευάγγελου Μπασιάκου να καταψηφίσει τη μεταρρύθμιση του τομέα (μαζί με την Πολωνία) παρά τις πιέσεις της Commission και τα «δωράκια» που υποσχόταν η τότε Επίτροπος Γεωργίας Mariann Fischer Böel, που ήθελε ομόφωνη απόφαση.
Αστοχίες, παλινωδίες, αβελτηρίες και έλλειψη στρατηγικού σχεδίου, δεν επέτρεψαν τη μετατροπή των δύο εργοστασίων που έκλεισαν τότε (Λάρισα και Ξάνθη) σε εργοστάσια παραγωγής βιοαιθανόλης, οπότε και η παραγωγή ζαχαροτεύτλων θα συνεχιζόταν και καμιά θέση εργασίας δεν θα χανόταν, για να φτάσουμε σήμερα, μετά από μια συνεχή καθοδική πορεία των καλλιεργουμένων με τεύτλα εκτάσεων, να έχει αποφασιστεί το κλείσιμο ή η αναστολή λειτουργίας (;) δύο ακόμα εργοστασίων (Σέρρες και Ορεστιάδα). Παραμένει έτσι σε λειτουργία μόνο το εργοστάσιο στο Πλατύ Ημαθίας, του οποίου οι μέρες εκτιμώ ότι είναι μετρημένες.
Η ζημιά στο ελληνικό γεωργικό οικοδόμημα και στην οικονομία των περιοχών καλλιέργειας των ζαχαροτεύτλων θα είναι τεράστια μετά τις τελευταίες εξελίξεις και οι δηλώσεις του τύπου «η πρωτογενής παραγωγή αποτελεί την ατμομηχανή και τον πυλώνα νεκρανάστασης της χειμαζόμενης ελληνικής οικονομίας» ακούγονται ως παραμύθια, αφού και σε αυτή την περίπτωση επιλέγονται οι πρόχειρες λύσεις του «ξαφνικού θανάτου» των «αβασάνιστων θεωρημάτων» και των «γκρίζων προοπτικών».
Το άρθρο μας του Μαΐου του 2013, λίγο πριν το τέλος του κατέληγε ως εξής (αντιγράφω αυτολεξεί): «Με τα υπάρχοντα δεδομένα οι προοπτικές της καλλιέργειας των ζαχαροτεύτλων στην Ελλάδα δεν είναι ευοίωνες και η καλλιέργεια ξαναγυρίζει στο καθεστώς αμφισβήτησης που σημάδεψε την είσοδό της στην ελληνική γεωργία το 1960. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η καλλιέργεια είναι καταδικασμένη σε μαρασμό. Η αναγέννησή της όμως απαιτεί ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο. Γι’ αυτό όμως θα επανέλθουμε με άλλο σημείωμα».
Τα γράφαμε αυτά τότε με την κρυφή ελπίδα ότι η πολιτεία και οι αρμόδιοι θα εκπονούσαν ένα σχέδιο σωτηρίας των εργοστασίων και μαζί τους ένα σχέδιο σωτηρίας της καλλιέργειας ζαχαροτεύτλων για να μην προστεθεί ακόμα ένας κρίκος στην μακρά αλυσίδα των «χαμένων ευκαιριών» της ελληνικής γεωργίας μετά τη δραματική συρρίκνωση της καλλιέργειας του καπνού, τη σημαντική υποχώρηση της καλλιέργειας του βαμβακιού και της βιομηχανικής τομάτας, τη χαμηλή εμπορική αξία του προϊόντος πολλών ποικιλιών πορτοκαλιών, τη μικρή εμπορική τιμή των ροδάκινων, τη σημαντική μείωση των παραγόμενων ποσοτήτων αγελαδινού γάλακτος κ.ά.
Και όμως … η κρυφή ελπίδα παρέμεινε κρυφή γιατί το στρατηγικό σχέδιο αναγέννησης και ανάπτυξης χρειάζεται βαθειά γνώση των θεμάτων, σχέδιο πρωτοποριακό, υπερβάσεις, οραματισμούς και σκληρή δουλειά, που κανείς δεν αποφάσισε να διαθέσει. Κύλησε ο καιρός και όταν το πράγμα έφτασε σε αδιέξοδο η λύση που επιλέχτηκε ήταν η πιο απλή: δεν κάνουμε τίποτα, δημιουργούμε ένα περιβάλλον αδράνειας και «γαία πυρί μιχθήτω».
Πενήντα πέντε χρόνια γόνιμης παρουσίας της καλλιέργειας των ζαχαροτεύτλων, με σημαντικό όγκο παραγωγής, με ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς, με σημαντικά έσοδα στην ελληνική περιφέρεια, με πολλές θέσεις εργασίας, με υψηλά επενδεδυμένα κεφάλαια, με εντυπωσιακή εκμετάλλευση αρδευόμενων καλλιεργουμένων εκτάσεων, με έντονη δραστηριότητα στη μεταποιητική βιομηχανία, με πλήρη κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς, με …., με ….., πετάχτηκαν ασυλλόγιστα στο καλάθι των αχρήστων. Λύσεις υπήρχαν ..… Οι ειδικοί δεν εισακούστηκαν, οι άσχετοι για μια ακόμα φορά επικράτησαν. Η περίοδος αυτή μου θυμίζει την περίοδο πριν το 1960 που πολλοί αντιδρούσαν και δημιουργούσαν εμπόδια στην εισαγωγή της τευτλοκαλλιέργειας στην ελληνική γεωργία. Τότε αντιδρούσαν για την έναρξη τώρα υπογράφουν την τελετή λήξης. Κρίμα …..