Οι Ιάπωνες ανακάλυψαν το ελαιόλαδο τη δεκαετία του ’90 στο πλαίσιο προωθητικών ενεργειών για την προβολή της μεσογειακής διατροφής οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν από Ιταλούς ελαιοπαραγωγούς. Μια χώρα που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο και με πληθυσμό περισσότερο από 126 εκατ. κατοίκους, η Ιαπωνία βρίσκεται ανάμεσα στις σημαντικότερες αγορές τροφίμων στον κόσμο.
Το ελαιόλαδο στην ιαπωνική αγορά
Οι Ιάπωνες, σύμφωνα με Έκθεση του γραφείου Ο.Ε.Υ της ελληνικής πρεσβείας στο Τόκυο, χρησιμοποιούν κυρίως κραμβέλαιο, σογιέλαιο και φοινικέλαιο κατά την διάρκεια των γευμάτων τους, αντίθετα με το ελαιόλαδο που δεν χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιαπωνική κουζίνα. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου είναι χαμηλή και ανέρχεται σε περίπου 400 ml κατ’ έτος με τις ποσότητες που παράγονται στην Ιαπωνία να είναι αμελητέες, κυρίως εξ αιτίας των κλιματολογικών συνθηκών. Έτσι, σχεδόν το σύνολο του ελαιολάδου που καταναλώνεται στην ιαπωνική αγορά εισάγεται.
Οι περισσότεροι καταναλωτές αγοράζουν ελαιόλαδο μια φορά κάθε 2-3 μήνες στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς τους και εμφανίζονται διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για ένα ποιοτικό προϊόν.
Περιεχόμενα να κλείσει
Βέβαια, οι πολλές μάρκες δημιουργούν σύγχυση στους καταναλωτές με αποτέλεσμα αυτοί να επιλέγουν αναγνωρίσιμα ή φτηνά προϊόντα. Δεν αντιλαμβάνονται την διαφοροποίηση του παρθένου ελαιολάδου από το μη παρθένο ή μεταξύ των διαφορετικών μαρκών ενώ το ελαιόλαδο παραμένει το πιο ακριβό σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα φυτικά έλαια.
Εισαγωγή ελαιολάδου, μια δύσκολη διαδικασία
Από την εισαγωγή έως την τοποθέτηση στο ράφι μεσολαβούν αρκετά ενδιάμεσα στάδια (εισαγωγέας, χονδρέμπορος, τοπικός αντιπρόσωπος, υποδιανομέας χώρος λιανικής πώλησης). Είναι πολύ δύσκολη η εξαγωγή απ’ευθείας στους χώρους λιανικής πώλησης, συνεπώς υπάρχει απόλυτη εξάρτηση από τον εισαγωγέα και το δίκτυο διανομής.
Στο εισαγόμενο ελαιόλαδο δεν επιβάλλονται δασμοί και ο φόρος κατανάλωσης ανέρχεται σε 8%.
Οι Ιάπωνες εισαγωγείς επιδιώκουν την μακροχρόνια συνεργασία
Το μεγαλύτερο μέρος εισαγωγών ελαιολάδου αφορά συσκευασμένο ελαιόλαδο. Τα περιθώρια κέρδους είναι μεγαλύτερα και δίνεται η δυνατότητα διαφοροποίησης του προϊόντος. Η προσέγγιση της αγοράς γίνεται μέσω εισαγωγέα ο οποίος προωθεί το προϊόν στους διανομείς. Οι μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες απασχολούν ομάδες πωλήσεων, έχουν γνώση της αγοράς και των τάσεων και το δικό τους δίκτυο διανομέων. Εξ’ αιτίας του αριθμού των ενδιαμέσων, ο εξαγωγέας δεν έχει κανέναν έλεγχο στην διανομή του προϊόντος του το οποίο φτάνει με ιδιαίτερα αυξημένη τιμή στο ράφι.
Από τον Ιάπωνα εισαγωγέα και το δίκτυο των συνεργατών / γνωριμιών του εξαρτάται η επιτυχία της τοποθέτησης ενός ποιοτικου προϊόντος στην ιαπωνική αγορά.
Έχει μεγάλη σημασία η επιλογή της κατάλληλης ιαπωνικής εισαγωγικής εταιρίας η οποία θα διεκπεραιώσει τις διοικητικές διαδικασίες εισαγωγής, θα εξασφαλίσει ότι το προϊόν συμμορφώνεται με την ιαπωνική νομοθεσία και θα διαμορφώσει την ετικέτα. Η σύναψη συμφωνίας προϋποθέτει αμοιβαία εμπιστοσύνη, απαιτεί χρόνο και υπομονή. Οι Ιάπωνες εισαγωγείς επιδιώκουν την μακροχρόνια συνεργασία και για τον λόγο αυτόν είναι πιθανόν να απαιτήσουν την αποκλειστικότητα. Απαιτούν σεβασμό των όρων της συμφωνίας και αποτελεσματικό service μετά την πώληση. Αλλαγή του εισαγωγέα μπορεί να ερμηνευθεί από την αγορά ως παραβίαση της εμπορικής συμφωνίας από τον εξαγωγέα και ενδεχομένως να βλάψει την φήμη του προϊόντος.
Σε κάθε περίπτωση, την νομική ευθύνη για το προϊόν φέρει ο εισαγωγέας και όχι ο εξαγωγέας. Αυτό έχει ως συνέπεια, οι εισαγωγείς πριν κλείσουν συμφωνία με τον εξαγωγέα να επιμένουν πολύ στα τεχνικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις ο εισαγωγέας υποβάλει το προϊόν σε χημική ανάλυση σε εργαστήριο της επιλογής του, προκειμένου να επαληθεύσει την ανάλυση που του χορηγεί ο εξαγωγέας.
Εισαγωγές ελαιολάδου στην Ιαπωνία
Η ιαπωνική αγορά μονοπωλείται από την Ιταλία και την Ισπανία. Αθροιστικά οι δύο χώρες είχαν το 93,7% των συνολικών εισαγωγών το 2016, από 93,1% το 2015.
Η Ελλάδα το 2016, όπως συνέβη και το 2015, κατέλαβε την τρίτη θέση μεταξύ των κυρίων χωρών προέλευσης, με την Τουρκία στην 4η θέση. Έως και το 2014, η Τουρκία βρισκόταν στην 3η θέση και η Ελλάδα στην 4η. Η ποιοτική διαφορά μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας είναι ότι η χώρα μας εξάγει σχεδόν αποκλειστικά παρθένο ή έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.
Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 4,67 εκ.€ το 2016, έναντι 5,84 εκ.€ το 2015 και 3,5 εκ.€ το 2014. To 2016 σημειώθηκε πτώση ως προς την αξία σε γεν κατά 24,9%. Ως προς την ποσότητα, οι ελληνικές εξαγωγές το 2016 ανήλθαν σε 888,2 τόνους έναντι 1.037,7 τόνων το 2015. Συνεπώς σημειώθηκε πτώση κατά 14,4%.
Το μερίδιο αγοράς του ελληνικού ελαιολάδου στην ιαπωνική αγορά ανήλθε στο 2,4% το 2016 έναντι 2,7% του 2015. Ήταν η πρώτη πτώση του μεριδίου αγοράς μας μετά από 4 χρόνια συνεχούς βελτίωσης.
Ετικέτα – συσκευασία
Η Ιαπωνία δεν εφαρμόζει τα διεθνή πρότυπα του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαίας. Συνεπώς, χαρακτηρισμός που αναγράφεται στην ετικέτα μπορεί να έχει διαφορετική σημασία από αυτή που θα είχε αν ίσχυαν τα διεθνή πρότυπα. Για παράδειγμα, στην Ιαπωνία επιτρέπεται ένα ελαιόλαδο να πωλείται ως light ή ως premium χωρίς να προσδιορίζεται το νόημά τους.
Το προϊόν μπορεί να εξαχθεί συσκευασμένο, είναι απαραίτητη, όμως, η ετικέτα στην ιαπωνική γλώσσα με βασικές πληροφορίες έστω και ως αυτοκόλλητη. Πληροφορίες που αναγράφονται μεταξύ άλλων στην ετικέττα / συσκευασία: Όνομα προϊόντος, συστατικά, πρόσθετα, καθαρό βάρος, χώρα προέλευσης, στοιχεία εισαγωγέα, ημερομηνία λήξης, πληροφορίες για την συντήρηση, συχνά περιλαμβάνεται και η θερμιδική αξία.
Η νομοθεσία προστασίας του καταναλωτή προβλέπει αυστηρές ποινές για περιπτώσεις νόθευσης του ελαιολάδου, όπως προσμείξεις ελαιολάδου με έλαια χαμηλότερης ποιότητας π.χ.φουντουκέλαιο, παραβίαση της νομοθεσίας σήμανσης στην ετικέττα, έλλειψη παροχής πληροφόρησης για το προϊόν, κ.λ.π.
Στην ετικέττα μπορεί να περιλαμβάνονται αναφορές όπως “βραβευμένο ελαιόλαδο”, «100% ελληνικό ελαιόλαδο», σημαία χώρας προέλευσης, βιολογικό, χαρακτηριστικές εικόνες της τοποθεσίας προέλευσης και της διαδικασίας συγκομιδής της ελιάς. Οι εταιρίες περιλαμβάνουν ακόμα πληροφορίες για ωφέλη στην υγεία και συνταγές πάνω στην ετικέττα ή σε μορφή φυλλαδίων. Η πλέον διαδεδομένη συσκευασία πλώλησης του ελαιολάδου είναι η γυάλινη, 250 ml και ακολουθεί αυτή των 500ml.
Στην αγορά συναντώνται προϊόντα από περισσότερες από 80 εταιρείες. Συσκευασίες ελαιολάδων σε ιαπωνικά σούπερ μάρκετ:
Ιδιαιτερότητες της αγοράς ως προς το ελληνικό ελαιόλαδο
- Ο εξαγωγέας τυποποιημένου ελαιολάδου δεν ελέγχει την διανομή του προϊόντος .
- Το ελαιόλαδο έχει υψηλότερη τιμή από τα άλλα έλαια.
- Η αναγνωρισιμότητα του ελληνικού ελαιολάδου είναι χαμηλή. Ο Ιάπωνας καταναλωτής δεν γνωρίζει και δεν μπορεί να εκτιμήσει την υψηλή ποιότητά του, όταν αυτή όντως υπάρχει.
- Το ελληνικό ελαιόλαδο δεν διαφοροποιείται επαρκώς από άλλα ελαιόλαδα. Συνήθως δεν δίνεται έμφαση στην ιστορία της εταιρείας ή του κτήματος ή στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
- Δεν υπάρχουν ελληνικά ελαιόλαδα στην αγορά που να προβάλλουν ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες ή άλλα στοιχεία
- Στην αντίληψη των Ιαπώνων καταναλωτών, το ελαιόλαδο συνεχίζει να είναι στενά συνδεδεμένο με την Ιταλία και την Ισπανία και κατά δεύτερο λόγο με την μεσογειακή κουζίνα
- Αρνητική δημοσιότητα για την χώρα μας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
- Μεγάλες και ενίοτε ακαλαίσθητες συσκευασίες ελαιολάδου (οι Ιάπωνες προτιμούν κυρίως τις γυάλινες συσκευασίες των 250ml, βλ.ενότητα Ετικέτα – Συσκευασία). Η συσκευασία λευκοσίδηρου είναι ευκολότερο να υποστεί φθορές κατά την μεταφορά.
- Οι Ιαπωνέζοι καταναλωτές συνεχίζουν να δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα ιαπωνέζικα προϊόντα.
- Οι πωλητές και οι πωλήτριες στα σούπερ μάρκετ έχουν ελλιπή γνώση για το ελαιόλαδο και δεν μπορούν να προσανατολίσουν / να επηρεάσουν τους καταναλωτές.
- Μεταξύ ΕΕ-Ιαπωνίας δεν υφίσταται ακόμα νομικό πλαίσιο που να ρυθμίζει την κυκλοφορία στην ιαπωνική αγορά προϊόντων που βάσει του κοινοτικού δικαίου θεωρούνται ΠΟΠ-ΠΓΕ.
- Τα “bentos”, το φτηνό και εύγεστο συσκευασμένο φαγητό που διανέμεται σε εστιατόρια και kombis δεν δίνει κίνητρα κυρίως στους εργαζόμενους Ιάπωνες για μαγειρική στο σπίτι και ιδιαίτερα για την χρήση ακριβών υλικών.