Η ασθένεια της βακτηρίωσης προκαλείται από βακτήριο το οποίο διαχειμάζει σε σχισμές ή πληγές του κορμού και των κλάδων και στους οφθαλμούς της καρυδιάς.
Από την έναρξη της βλάστησης όλα τα πράσινα μέρη του φυτού είναι επιδεκτικά μολύνσεων και αυτές είναι εντονότερες όσο πιο βροχερός είναι ο καιρός.
Προκαλεί σημαντικές ζημιές στα άνθη και πτώση των θηλυκών ανθέων. Προσβάλλει και τους καρπούς με αποτέλεσμα την πτώση των μικρών καρπών και μαύρισμα της ψίχας. Στα τρυφερά φύλλα και νεαρούς καρπούς σχηματίζονται μικρές νεκρωτικές, κυκλικές κηλίδες χρώματος καστανού μέχρι μαύρου.
Σε δενδροκομεία με ιστορικό της ασθένειας πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια εξαίρεσης των προσβεβλημένων βλαστών με το κλάδεμα και επιπλέον να προστατεύεται η νέα βλάστηση με προληπτικούς ψεκασμούς χαλκούχων μυκητοκτόνων.
Η πρώτη επέμβαση είναι σκόπιμο να γίνεται όταν το 40% των ματιών είναι στο στάδιο της έκπτυξης, καθώς οι πιο πρώιμοι βλαστοί είναι και οι πιο καρποφόροι και συνεπώς αυτούς πρέπει να προστατέψουμε.
Συνιστάται να γίνουν επαναλήψεις της επέμβασης, στην πλήρη άνθηση των θηλυκών ανθέων (εμφάνιση δισχιδούς στίγματος) και στην καρπόδεση (ξήρανση στίγματος).
Αν ο καιρός είναι βροχερός ή επικρατούν συνθήκες υψηλής υγρασίας οι ψεκασμοί πρέπει να επαναλαμβάνονται, αφενός γιατί το μυκητοκτόνο μπορεί να εκπλυθεί από την βροχή, αφετέρου γιατί παράγονται νέα όργανα που δεν είναι καλυμμένα με το σκεύασμα.