Στο πλαίσιο ομιλίας του σε κλαδικό συνέδριο (8/11), ο Υπουργός Γεωργίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Alexander Tkachyov, δήλωσε ότι η χώρα θα είναι σε θέση να παράγει αρκετό τυρί για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης εντός των επόμενων 3-5 ετών, έτσι ώστε να υπάρχει πραγματική ανάγκη εισαγωγής μόνο συγκεκριμένων ειδών τυριών, που δεν θα παράγονται εγχωρίως, και ενδεχομένως να αυξηθούν προοδευτικά οι εξαγωγές ρωσικών τυριών.
Προ τριετίας επικράτησε, προσωρινά, η άποψη ότι τα κενά που δημιουργήθηκαν στην αγορά από την επιβολή ρωσικών αντιμέτρων – δηλαδή από την απαγόρευση εισαγωγής τροφίμων – στις δυτικές κυρώσεις (2014) θα καλυπτόταν σύντομα μέσω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής. Οι ντόπιες επιχειρήσεις θα επωφελούνταν από την εξασθένιση του ανταγωνισμού και την ανέλπιστη ευκαιρία αξιοποίησης και υιοθέτησης νέων μεθόδων παραγωγής σε ορίζοντα διετίας (τετραετίας μετά από την παράταση των ρωσικών αντιμέτρων έως τα τέλη του 2018).
Στην πραγματικότητα, οι καταναλωτές διαπιστώνουν τη συχνή εμφάνιση απομιμήσεων τυριών (“fake cheese”, δηλαδή «γαλακτοκομικών» που παράγονται από υποκατάστατα του γάλακτος) στα ράφια των supermarkets και δυσαναπλήρωτα κενά, ειδικά σε ορισμένες κατηγορίες αγαθών, τουλάχιστον όσον αφορά την ποιότητα της προσφοράς των καταστημάτων.
Μολονότι η ποιότητα των εγχωρίως παραγόμενων τυριών δεν είναι εφάμιλλη με εκείνη των εισαγομένων, είναι αλήθεια ότι η επιθυμία των Ρώσων παραγωγών να επωφεληθούν από την απαγόρευση εισαγωγής ξένων τυριών έχει οδηγήσει σε θεαματική βελτίωση της δυνατότητάς τους να παράγουν προϊόντα τύπου παρμεζάνα, μοτσαρέλα, μπουράτα και λευκά τυριά. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των The Moscow Times και RIA Novosti (9/11), οι εισαγωγές τυριών έχουν μειωθεί κατά 50% στο διάστημα της ισχύος των ρωσικών αντιμέτρων, ενώ η ντόπια παραγωγή έχει αυξηθεί κατά 44,5%. Συνεπεία αυτών των ανακατατάξεων, το μερίδιο των εγχωρίως παραχθέντων προϊόντων στην αγορά αυξήθηκε από 45% το 2013 σε 73% το 2015.
Η ετήσια κατανάλωση κατά κεφαλή είναι της τάξης των 5,5 κιλών (έναντι μ.ό. 20 κιλών στην Ευρώπη, 27 κιλών στη Γαλλία και 26 στη Φινλανδία).
Στην περιφέρεια της Μόσχας συγκεντρώνονται πλέον αρκετές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του κλάδου, στις οποίες παρέχονται σχετικές διευκολύνσεις με τη μορφή χρηματοδοτήσεων και επιδότησης επιτοκίου δανείων. Πρωταγωνιστές του κλάδου παραμένουν η φιλανδική Valio, η δανική Arla και οι γαλλικές Lactalis και Savencia F&D.
Παρά τη δεδομένη ενίσχυση της δυναμικότητάς τους, οι τοπικοί παραγωγοί δυσκολεύονται αρκετά να τοποθετήσουν τα προϊόντα τους στα ράφια των μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου. Έτσι, στρέφονται σε εναλλακτικές λύσεις, όπως η συνεργασία με μικρότερα εξειδικευμένα καταστήματα και η διάθεση των τυριών τους σε λαϊκές αγορές και παζάρια.
Παράνομη διακίνηση τυριών πολυτελείας
Ένα σημαντικό εμπόδιο για τους Ρώσους παραγωγούς συνίσταται στο λαθρεμπόριο ξένων προϊόντων που εμπίπτουν στην ισχύουσα απαγόρευση εισαγωγής. Παράγοντες του κλάδου υπολογίζουν ότι στην περιφέρεια της Μόσχας εισάγονται και πωλούνται καθημερινά 50 τόνοι απαγορευμένων τυριών, δραστηριότητα που αποφέρει στους προμηθευτές κέρδη της τάξης των 10 δισ. Ρουβλίων ετησίως. Ο όγκος της ρωσικής αγοράς τυριών πολυτελείας είναι της τάξης των 300.000 τόνων κατ’ έτος, το ένα τρίτο των οποίων διακινείται παράνομα. Οι πλέον δημοφιλείς απαγορευμένες ποικιλίες είναι Παρμεζάνα, Brie, Cambozola, Camembert, Dorblu, Roquefort, Emmental και Gruyère.