ellinikigeorgia

Αυξημένα ποσοστά πνευμονιών γύρω από τις φάρμες του ολλανδικού νότου

Στις αρχές του 2008, η Ζανέτ βαν ντε Βεν άρχισε να παρατηρεί ότι οι κατσίκες στη φάρμα της, στον ολλανδικό Νότο, απέβαλλαν ελαφρώς συχνότερα από το φυσιολογικό.

«Στείλαμε δείγματα στην κτηνιατρική αρχή. Από τα 10 αποτελέσματα που λάβαμε, κανένα δεν μας πρόσφερε κάποια εξήγηση. Μόνο ότι ίσως οφείλεται σε τοξοπλάσμωση από γάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε γάτες», θυμάται μιλώντας στον Guardian.

Η βαν ντε Βεν, που διατηρεί κοπάδι περίπου 1.700 ζώων στο Νόορντ-Μπράμπαντ, μια επαρχία με τεράστιο πληθυσμό εκτρεφόμενων κατσικών, συνέχισε να αποστέλλει δείγματα. Τελικά, τον Μάιο του 2008, επιβεβαιώθηκε έξαρση της λοίμωξης του αναπνευστικού που αποκαλείται Πυρετός Q.

Η ασθένεια μετατράπηκε σε εφιάλτη για την Ολλανδία, αφού χιλιάδες άνθρωποι νόσησαν στη διάρκεια της έξαρσης, στο διάστημα από το 2007 έως το 2010. Η ολλανδική κυβέρνηση προχώρησε στη σφαγή περισσότερων από 50.000 ζώων σε 55 φάρμες, σε μια προσπάθεια να σταματήσει την εξάπλωση της νόσου.

Περίπου οι μισοί άνθρωποι που μολύνθηκαν εντέλει παρουσίασαν επιπλοκές, όπως καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ 95 άτομα έχασαν τη ζωή τους.

Μια δεκαετία μετά, το ενδεχόμενο μιας ακόμη ζωονόσου ανησυχεί τους ολλανδούς εκτροφείς κατσικών και τους επιστήμονες, καθώς μελέτες από φορείς δημόσιας υγείας αλλά και από κτηνιάτρους έχουν συνδέσει περιστατικά πνευμονίας σε ανθρώπους με τις φάρμες.

Εκείνοι που ζουν κοντά σε φάρμες εκτροφής κατσικών διατρέχουν 20% με 55% υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν πνευμονία, εξηγεί στον Guardian ο Ντικ Χέεντερικ, ειδικός στις ασθένειες που απειλούν να περάσουν από τα ζώα στον άνθρωπο, στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Όσο πιο κοντά ζει κανείς σε μια τέτοια φάρμα, τόσο υψηλότερος είναι και ο κίνδυνος που διατρέχει, προσθέτει: «Αναλύσεις δείχνουν ότι ο αυξημένος κίνδυνος αφορά την ακτίνα 1-1,5 χιλιομέτρου».

Οι επιπτώσεις ποικίλλουν, με ορισμένα άτομα να μην παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα και άλλους να εκδηλώνουν πυρετό, ρίγη, εξάντληση και μυϊκούς πόνους.

Το ενδεχόμενο ύπαρξης μιας δεύτερης ζωονόσου που να συνδέεται με τις κατσίκες, προκαλεί στους κτηνοτρόφους σύγχυση, αγωνία και άγχος. «Το γάλα εξακολουθεί να αποφέρει καλά χρήματα, όμως υπάρχει μεγαλύτερη ανησυχία για τις άδειες αλλά και για το κοινό που ακούει αρνητικές ειδήσεις γύρω από τις κατσίκες», εξηγεί ο Έγκμπερτ τερ Βέεν, ο οποίος έχει φάρμα με περίπου 50 κατσίκες.

Η έξαρση του πυρετού Q είχε έρθει μετά από ένα διάστημα ραγδαίας ανάπτυξης της βιομηχανίας κατσικίσιου γάλακτος στην Ολλανδία και το πέρασμά του δημιούργησε εντάσεις γύρω από την απειλή ζωονόσων, ιδιαιτέρως στα νότια της χώρας όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός κατσικών και όπου εντοπίστηκαν τα υψηλότερα ποσοστά λοιμώξεων.

Επιπλέον, έχουν υπάρξει τεταμένες συζητήσεις για το μέγεθος και το κανονιστικό πλαίσιο του τομέα της κτηνοτροφίας στη χώρα, με εκκλήσεις για περιορισμό του αριθμού των ζώων στο μισό, προκειμένου να αμβλυνθεί το πλήγμα που προκαλείται στο περιβάλλον.

Μέχρι τον περιορισμό της έξαρσης του πυρετού Q το 2010, είχαν καταγραφεί περισσότερα από 4.000 κρούσματα σε ανθρώπους, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις ο πραγματικός αριθμός άγγιξε τις 50.000, αναφέρει η Γιοχάνα βαν ντερ Γκίσεν, κτηνίατρος-μικροβιολόγος και ειδικός στις ζωονόσους στο Εθνικό Ολλανδικό Ινστιτούτο για τη Δημόσια Υγεία και το Περιβάλλον.

Από τη μαζική σφαγή των ζώων και έπειτα, οι εκτροφείς αύξαναν σταδιακά τον όγκο των κοπαδιών τους, με την εθνική παραγωγή κατσικίσιου γάλακτος να ακμάζει στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών και τις εξαγωγές γαλακτοκομικών από κατσικίσιο γάλα να φτάνουν από τη Γερμανία μέχρι την Κίνα. Σύμφωνα με την βαν ντερ Γκίσεν, η σφαγή των ζώων και πρόσθετα μέτρα, μεταξύ των οποίων και ο ετήσιος εμβολιασμός των κατσικών, σήμαιναν ότι ο πυρετός Q είχε πάψει να αποτελεί απειλή.

Όμως τα ευρήματα για την πνευμονία, που ήρθαν πρώτη φορά στο φως το 2013, οδήγησαν σε νέο περιορισμό του τομέα από το 2017 και έπειτα, παρά το γεγονός ότι η ζήτηση για κατσικίσιο γάλα συνέχισε να αυξάνεται.

Στο Νόορντ-Μπράμπαντ και αρκετές άλλες περιοχές, η ανάπτυξη σταμάτησε μέχρι να εντοπιστεί η σύνδεση με τα υψηλότερα ποσοστά πνευμονίας ώστε να υπάρξει και η κατάλληλη διαχείρισή της, εξηγεί η Βαν ντερ Βεν.

Γενικώς «μια μεγαλύτερη πυκνότητα ζώων σε κάθε φάρμα ενδέχεται να συμβάλλει στην ανάπτυξη μεταδοτικών ασθενειών», εξηγεί η Λίντβιν Σμιτ, που εργάζεται στο τμήμα κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης και είναι μέλος της ομάδας που έφερε στο φως τα αυξημένα ποσοστά πνευμονιών. Η Σμιτ, ωστόσο, τονίζει ότι προς το παρόν «δεν υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ του μεγέθους του κοπαδιού σε μια φάρμα και του επιπολασμού ασθενειών γύρω από αυτή».

Ολλανδοί ερευνητές εξακολουθούν να αναζητούν τη σύνδεση. Ο Γιος Τόλμπουμ, επικεφαλής του τμήματος κατσικών στο ολλανδικό σωματείο κτηνοτρόφων «Ολλανδική Ένωση Αγροτών και Κτηνοτρόφων» (LTO) υποστηρίζει ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει ακόμη σαφής σύνδεση μεταξύ των κατσικών και του αυξημένου κινδύνου πνευμονίας, ενδεχομένως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που οδηγούν σε αυτές τις ανωμαλίες στα ποσοστά. «Ίσως φταίει το γεγονός ότι μετά την εμπειρία του πυρετού Q, οι άνθρωποι που ζουν κοντά σε φάρμες με κατσίκες πηγαίνουν πιο γρήγορα στο γιατρό».

Για την Βαν ντερ Γκίσεν, δεν είναι απίθανο να είμαστε μπροστά σε μια ακόμη ζωονόσο. Όπως αναφέρει, παρά το γεγονός ότι αντίστοιχα ευρήματα για φάρμες πουλερικών εντέλει συνδέθηκαν με προβλήματα αυξημένης σκόνης, αυτό δεν ισχύει για τις φάρμες που εκτρέφουν κατσίκες.

«Αυτή τη στιγμή αναζητούμε μια αιτία και από τη στιγμή που δεν πρόκειται για πυρετό Q και δεν υπάρχουν στοιχεία σύνδεσης με σωματίδια σκόνης, υποθέτουμε ότι ίσως πρόκειται για μια νέα ζωονόσο, χωρίς όμως γνωρίζουμε στην πραγματικότητα», προειδοποιεί.

Μη έχοντας προς το παρόν κάποια σαφή απάντηση, ο Τόλμποομ φοβάται ότι οι περιορισμοί στην εκτροφή κατσικών θα συνεχιστούν και «οι άνθρωποι ίσως αρχίσουν να αμφιβάλλουν για το αν πρέπει πράγματι να συνεχιστεί η εκτροφή ζώων».

«Το πιθανότερο είναι ότι φέτος θα φτάσουμε στα επιτρεπόμενα όρια επέκτασης. Πριν μερικά χρόνια, η αύξηση κάθε κοπαδιού κατσικών κυμαινόταν περίπου στο 15% σε ετήσια βάση. Τώρα περιορίζεται περίπου στο 3%. Δεν πιστεύω ότι αυτά τα όρια θα αλλάξουν σε ένα ή δύο χρόνια, μέχρι να απαντηθούν τα ερωτήματα για τον κίνδυνο πνευμονίας».

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ