αυθαιρετα

Εκτός λογικής η εκτός σχεδίου δόμηση και η επιχειρούμενη διεύρυνσή της

Κατά τις τελευταίες εβδομάδες, πολλά δημοσιεύματα στον Τύπο είχαν προαναγγείλει νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Περιβάλλοντος για “λύσεις” στην εκτός σχεδίου δόμηση, τα οποία επιβεβαιώθηκαν προχθές (10/01/2024) με ανακοίνωση του αρμόδιου υπουργού και σειρά νέων δημοσιευμάτων.

Σε αυτά γίνεται λόγος για μια “μεταβατική ρύθμιση” του προβλήματος δόμησης για ιδιοκτησίες με πρόσωπο σε μη αναγνωρισμένη οδό.

Ουσιαστικά διευρύνεται η τυπολογία των δρόμων στους οποίους τα παρόδια οικόπεδα μπορούν να δομηθούν: Σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει μέχρι στιγμής, για τα οικόπεδα που έχουν δημιουργηθεί πριν το 1985 θα αρκεί η ύπαρξη δουλείας διόδου, ενώ σε αυτά που δημιουργήθηκαν την περίοδο 1985-2003 θα αρκεί πρόσωπο επί οδού που υφίσταται το 1977 και έχει τεχνικά χαρακτηριστικά δημόσιου χαρακτήρα (όπως ασφαλτόστρωση ή διέλευση δικτύου κοινής ωφέλειας).

Στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της νομοθετικής πρότασης, όπως ενδεικτικά παρουσιάζεται παραπάνω, έχει γίνει γνωστό αποκλειστικά από διαρροές στον Τύπο, καθώς μέχρι σήμερα το υπουργείο δεν έχει γνωστοποιήσει το πλήρες κείμενο του νομοσχεδίου, αλλά ούτε και έχει ξεκινήσει η διαδικασία της σχετικής δημόσιας διαβούλευσης, η οποία θα επέτρεπε έναν ευρύ, ουσιαστικό και -όπως θα έπρεπε- επαρκούς διάρκειας δημόσιο διάλογο για ένα ζήτημα που επηρεάζει σημαντικά το περιβάλλον και την οικονομία του τόπου μας.

Παρότι, ωστόσο, δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστές οι καθαυτές διατάξεις που θα προταθούν στη Βουλή προς νομοθέτηση, είναι σαφές ότι η αλλαγή που προωθεί το ΥΠΕΝ είναι η συρρίκνωση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων για τη δόμηση εκτός σχεδίου, οι οποίες αφενός προβλέπονται στη (διαρκώς τροποποιούμενη) νομοθεσία και αφετέρου έχουν επανειλημμένα αναγνωριστεί σε σειρά αποφάσεων του ΣτΕ. Ουσιαστικά επιχειρείται να παρακαμφθεί η σχετική νομολογία του ΣτΕ που, ερμηνεύοντας τη νομοθεσία και “ελέγχοντας” τις πράξεις της διοίκησης όπως την έκδοση αδειών, έθετε περιορισμούς στην de facto ασυδοσία του “όπου γης, οικόπεδο”. Έτσι, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των οικοπέδων που θα μπορούν να οικοδομηθούν και άρα πρακτικά διευρύνεται το καθεστώς της εκτός σχεδίου δόμησης.

Δυστυχώς, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, τελικά, αυτές οι “συνεπείς”, διαχρονικές και διακομματικές απόπειρες για διαιώνιση ή και μεγέθυνση της εκτός σχεδίου δόμησης είναι αντίθετες στις κατά καιρούς γενικές εξαγγελίες όλων των κυβερνήσεων, αλλά και ειδικότερα της τρέχουσας, περί εξορθολογισμού του μοντέλου χωρικής ανάπτυξης στη χώρα. Μάλιστα ας μην ξεχνάμε ότι η τρέχουσα κυβέρνηση το 2020 είχε νομοθετήσει τον περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης, κάτι που ωστόσο έχει έκτοτε αδρανήσει στην εφαρμογή του. Αντίστοιχα, δεν μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, σε κάθε σχετική απόπειρα των τελευταίων ετών, τίθεται πάντα ένα “πράσινο” αντίβαρο που, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η θέσπιση ενός τέλους για τις νέες οικοδομικές άδειες, τα έσοδα από το οποίο θα διατίθενται σε έργα υποδομής και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

Πραγματικά, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι “βαραίνει” πιο πολύ σε τέτοιου είδους νομοθετικές πρωτοβουλίες: Είναι μήπως η παραγνώριση της περιβαλλοντικής πραγματικότητας αφού, στον καιρό της κλιματικής κρίσης που διανύουμε, η διασπορά της δόμησης και των σχετικών υποδομών, συνοδευόμενων από την υπέρμετρη καθυστέρηση του πολεοδομικού σχεδιασμού, συντελούν σε μεγαλύτερη τρωτότητα των οικιστικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων και, τελικά, της ίδιας της κοινωνίας; Είναι η άγνοια της αξίας που έχει ο ορθολογικός σχεδιασμός του χώρου, αφού καμία τέτοια νομοθεσία δεν στηρίζεται ούτε σε κάποιας μορφής σχέδιο, αλλά ούτε και σε πραγματική μελέτη των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων; Αντ’ αυτού, παραγνωρίζεται κάθε καθιερωμένη πρακτική συνεκτικού και ολοκληρωμένου χωρικού σχεδιασμού, ενώ αγνοούνται ξεκάθαρα και τα πορίσματα των διεθνών οργανισμών και της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με τις σύνθετες και καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης, τις οποίες πρέπει επειγόντως να διαχειριστούμε ΚΑΙ μέσα από τις χωρικές πολιτικές. Ή μήπως είναι η μικρο-πολιτική λογική του γνωστού ψευδο-διλήμματος “περιβάλλον ή ανάπτυξη”, τη στιγμή που και πάλι οι διεθνείς οργανισμοί και η επιστήμη τονίζουν ότι το υγιές φυσικό περιβάλλον αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανθρώπινη ευημερία, προστατεύοντας ή αποκαθιστώντας τη φύση και διαφυλάττοντας τις πολύτιμες οικοσυστημικές υπηρεσίες, στις οποίες στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο η ασφάλεια και η υγεία μας, αλλά και η οικονομία μας; 

Δεν είναι, άραγε, οξύμωρο που ενώ η οικονομία της χώρας μας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, δηλαδή ουσιαστικά στους κοινούς περιβαλλοντικούς πόρους, παραγνωρίζουμε εν τέλει κάθε επιταγή για θωράκιση και αειφορική διαχείριση αυτών των πόρων; Δεν καταλαβαίνουμε άραγε ότι, χτίζοντας κάθε νησί και παραλία “επειδή το real estate είναι στα πάνω του” και ασφαλτοστρώνοντας τα φυσικά τοπία μας, αδυνατίζουμε εμείς οι ίδιοι τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα και αποσαρθρώνουμε τις προοπτικές για μακροπρόθεσμη και ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη; Τι χρειάζεται για να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι η διάχυση της δόμησης τελικά δεν είναι προς το συμφέρον μας από κάθε άποψη;
Είναι όμως εξίσου ατυχές ότι ο ίδιος ο σκοπός αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας δεν βγάζει νόημα. Είναι πολύ πιθανό ότι, με την επόμενη αφορμή, το ΣτΕ θα βασιστεί στην πάγια νομολογία του και ουσιαστικά θα καταστήσει ανεφάρμοστες τις νέες διατάξεις, αφήνοντας έωλη την ιδιωτική πρωτοβουλία και προκαλώντας διαφόρους τριγμούς στη διοίκηση (αλλά και στα πολιτικά γραφεία υπουργών και βουλευτών). Και κάπου τότε θα επιβεβαιωθούν επίσης δύο ακόμα ισχυρές πιθανότητες: 

α) Οι πόροι του νέου “πράσινου” τέλους θα είναι άγνωστο εάν και κατά πόσο εξυπηρέτησαν τον σκοπό του, όπως έχει γίνει με διαφόρων ειδών περιβαλλοντικά τέλη μέχρι σήμερα. Χώρια που είναι ειρωνικό για μια νέα ρύθμιση να θεσπίζεται ένα αντιστάθμισμα για την αντιμετώπιση δυσμενών συνεπειών που εν μέρει θα ενισχυθούν από την ίδια τη ρύθμιση! 

β) Ο χαρακτήρας της “μεταβατικής” ρύθμισης θα αποκτήσει μια, επίσης επιβεβαιωμένη σε πολλές περιπτώσεις, μόνιμη διάσταση, καθώς ο πολεοδομικός σχεδιασμός θα συνεχίσει να καθυστερεί ή και η νομοθεσία θα εξακολουθεί να αλλάζει αποσπασματικά και προς την λάθος κατεύθυνση.

Η εκτός σχεδίου δόμηση, αυτός ο ιδιότυπος ελληνικός θεσμός, εισήχθη πριν από περίπου έναν αιώνα, εδραζόμενος στον συνδυασμό των μεγάλων αναγκών της εποχής για στέγη και ανάπτυξη, της μικροϊδιοκτησίας γης και της αδύναμης -από θεσμική και οικονομική άποψη- κρατικής παρέμβασης. Σήμερα, αν όχι εδώ και δεκαετίες, οι συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά, ενώ συγχρόνως οι περιβαλλοντικές προκλήσεις έχουν γιγαντωθεί. Ανάλογα, λοιπόν, πρέπει να αλλάξουν και οι πολιτικές μας, με γνώμονα την ενίσχυση της περιβαλλοντικής και κοινωνικοοικονομικής μας ανθεκτικότητας και εν γένει το δημόσιο συμφέρον, και όχι την εξυπηρέτηση μικρο-πολιτικών συμφερόντων ή τους βραχυπρόθεσμους πολιτικούς κύκλους. 

Πλέον πρόσφατα, οι καταστροφικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες που συντάραξαν την ελληνική ύπαιθρο ανέδειξαν με τραγικό τρόπο ότι χρειάζονται άμεσα δραστικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο προστατεύουμε και διαχειριζόμαστε το περιβάλλον μας. Σε αυτό το πλαίσιο, η όποια ενίσχυση της εκτός σχεδίου δόμησης είναι μια τραγική πολιτική επιλογή με καταστροφικές συνέπειες που δεν πρέπει να προχωρήσει.  

Του Γιώργου Μελισσουργού, υπεύθυνου πολιτικής για τη βιοποικιλότητα και τον χωρικό σχεδιασμό, WWF Ελλάς