Πλήρως εξαρτώμενη από τις εισαγωγές είναι η ολλανδική αγορά οίνου λόγω της αμελητέας εγχώριας παραγωγής (οι ολλανδικοί αμπελώνες καλύπτουν μόνο 300 εκτάρια περίπου).
Σύμφωνα με έκθεση του γραφείου Ο.Ε.Υ. της ελληνικής πρεσβείας στη Χάγη, η Ολλανδία συνιστά μια σχετικά μεγάλη αγορά οίνου για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και ανοιχτή για την εισαγωγή «ξένων» κρασιών.
Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, το 2018 η Ολλανδία ήταν ο έβδομος εισαγωγέας οίνου παγκοσμίως σε ποσότητα, έχοντας εισαγάγει 4,2 εκατ. εκατόλιτρα οίνου, και ο όγδοος εισαγωγέας οίνου παγκοσμίως σε αξία εισαγωγών (1,2 δισ. Ευρώ). Τις περισσότερες εισαγωγές η Ολλανδία τις πραγματοποιεί από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Χιλή, τη Νότιο Αφρική, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία.
Ωστόσο, η είσοδος στην ολλανδική αγορά οίνου είναι δύσκολη, καθώς στη χώρα υπάρχουν εκατοντάδες εισαγωγείς, αλλά οι πέντε μεγαλύτεροι πραγματοποιούν το 80% όλων των εισαγωγών.
Στις προτιμήσεις των Ολλανδών καταναλωτών κυριαρχεί ο ερυθρός οίνος, ενώ κατά τα τελευταία έτη αυξητική τάση παρουσιάζει η ζήτηση και για λευκά – ροζέ κρασιά και μάλιστα και για αφρώδη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έτους 2018 του OIV, η Ολλανδία, με κατανάλωση 3,5 εκατ. εκατόλιτρων οίνου, ήταν η δέκατη πέμπτη χώρα παγκοσμίως και η όγδοη χώρα στην Ευρώπη όσον αφορά την κατανάλωση κρασιού σε ποσότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έτους 2019 της ολλανδικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση κρασιού στη χώρα ανέρχεται στα 26,7 λίτρα, μέγεθος που δίδει στην Ολλανδία την 15 θέση στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή κατάταξη.